Η ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας δημιούργησε ένα ερώτημα ως προς τις σχέσεις της με την Ελλάδα. Οφειλε η Λευκωσία να ακολουθεί τη γραμμή της Αθήνας σε μείζονα θέματα εξωτερικής πολιτικής; Ηταν η Ελλάδα το εθνικό κέντρο που θα λάμβανε τις στρατηγικές αποφάσεις και η Κύπρος το μικρό αδελφό κράτος που απλώς θα συντασσόταν με αυτές; Την απάντηση έδωσε κατ’ αρχάς η ελλαδική πολιτική ηγεσία. Πρωθυπουργός ήταν ο Κων. Καραμανλής και υπ. Εξωτερικών ο Ευ. Αβέρωφ-Τοσίτσας. Οι δεσμοί ανάμεσα στα δύο κράτη, υποστήριζαν, ήταν τόσο ισχυροί, ώστε ιδανικά θα έπρεπε οι διπλωματικές τους επιλογές να συντονίζονται. Η εναρμόνιση, συνέχιζαν, θα ήταν ωφέλιμη πολλαπλώς και οπωσδήποτε θα εξυπηρετούσε την προοπτική ευνοϊκότερης εξέλιξης του Κυπριακού, εμπεδώνοντας διεθνώς την αντίληψη –όπως γλαφυρά το έθετε ο Καραμανλής– ότι «η Κύπρος είναι Ελλάς».
Ωστόσο, ο Καραμανλής και ο Αβέρωφ δεν είχαν την άποψη ότι η Κύπρος ήταν υποχρεωμένη να συντάσσεται με τις ελλαδικές απόψεις. Η ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της σήμαινε τη δημιουργία αυθύπαρκτου κράτους, το οποίο στο διεθνές στερέωμα είχε κάθε δικαίωμα (αλλά και κάθε υποχρέωση) που απορρέει από τη νομική του προσωπικότητα. Η Αθήνα δεν είχε αρμοδιότητα να επιβάλλει τη βούλησή της στη Λευκωσία. Θα τη συμβούλευε, θα της έκανε παραινέσεις, αλλά η τελική απόφαση θα βρισκόταν πάντα στα χέρια της κυπριακής κυβέρνησης. «Ειργάσθημεν για την ανεξαρτησίαν σας και επιθυμούμεν να την σεβώμεθα κατά τρόπον απόλυτον. Θα κάμετε ό,τι σεις νομίζετε καλόν», έγραφε το 1963 ο Αβέρωφ προς τον πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας αρχιεπίσκοπο Μακάριο.
Αυτή η στρατηγική δεν σήμαινε ότι η ελλαδική ηγεσία έδινε λευκή επιταγή στην αντίστοιχη κυπριακή. Τουναντίον. Με το να καθιστά τη Λευκωσία υπεύθυνη για τις αποφάσεις που ελάμβανε, στην πραγματικότητα η Αθήνα προσπαθούσε να δημιουργήσει ένα πλαίσιο αυτοσυγκράτησης των Κυπρίων. Η ταύτιση των θέσεων των δύο πλευρών ήταν οπωσδήποτε ευκταία. Εάν η κυπριακή πλευρά, για οποιονδήποτε λόγο, αποφάσιζε να κινηθεί διαφορετικά από την ελλαδική, ήταν φυσικά ελεύθερη να το κάνει. Ομως, σε αυτήν την περίπτωση θα έφερε το βάρος της επιλογής της. Η Αθήνα δεν είχε δικαίωμα να εξαναγκάζει τη Λευκωσία να συμμορφώνεται προς τις υποδείξεις της. Αλλά, από την άλλη, ούτε η Λευκωσία μπορούσε να έχει την απαίτηση να χρεώνει την Αθήνα με το κόστος των αποφάσεων που θα λαμβάνονταν από τους Κυπρίους χωρίς τη συναίνεση των Ελλαδιτών.
Περίπου το ίδιο ερώτημα ανακύπτει στις μέρες μας με αφορμή το υποθαλάσσιο καλώδιο, με το οποίο η Κύπρος θα αποκτήσει ηλεκτρική διασύνδεση με την Ελλάδα και μέσω αυτής με την υπόλοιπη Ε.Ε. Η ελληνική κυβέρνηση υποστηρίζει θερμά την υλοποίηση του έργου. Αντιθέτως, η κυπριακή μοιάζει να έχει (πολλές και ποικίλες) επιφυλάξεις, οι οποίες σχετίζονται (ή τουλάχιστον έτσι ανακοινώνεται) κυρίως με το κόστος και την οικονομική του βιωσιμότητα. Είναι υποχρεωμένη η Λευκωσία να ακολουθήσει την Αθήνα; Ασφαλώς όχι. Μπορεί να κρίνει όπως νομίζει, σταθμίζοντας όλα τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα. Ωστόσο, οφείλει ό,τι αποφασίσει να το πει ευθέως και εγκαίρως στην ελλαδική πλευρά (όχι απαραιτήτως δημοσίως, αλλά οπωσδήποτε ευθαρσώς), χωρίς παλινωδίες και δίχως τακτικισμούς – και τα δύο κόστισαν τόσο πολύ στη διαχείριση του Κυπριακού διαχρονικά.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, η παραίνεση της Αθήνας ήταν η Κυπριακή Δημοκρατία να ακολουθήσει φιλοδυτικό προσανατολισμό, δηλαδή να επιδιώξει την ένταξη στο ΝΑΤΟ και τη σύνδεση με την ΕΟΚ. Αντί αυτού, ο Μακάριος επέλεξε τη συμμετοχή στο Κίνημα των Αδεσμεύτων. Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, η επιλογή του δεν δικαιώθηκε. Οι προτροπές του Καραμανλή και του Αβέρωφ αποσκοπούσαν πρωτίστως στη διασφάλιση της διεθνούς θέσης της Κύπρου, όχι της Ελλάδας. Σήμερα, το καλώδιο μοιάζει να εξυπηρετεί περισσότερο τις ανάγκες (ενεργειακές και όχι μόνον) της Κύπρου παρά της Ελλάδας. Εφόσον η Λευκωσία το βρίσκει ακριβό και ασύμφορο, μπορεί να το εγκαταλείψει – με τη σημείωση, βεβαίως, ότι στην προκειμένη περίπτωση το κόστος και το όφελος δεν πρέπει να υπολογίζονται με όρους αποκλειστικώς (και στενά) λογιστικούς, αλλά εξίσου (ενδεχομένως και ακόμη περισσότερο) με όρους διπλωματικούς και γεωπολιτικούς. Εκείνο που δεν έχει δικαίωμα να επιδιώκει έναντι της Αθήνας είναι να έχει «την πίττα σωστή τζαι και τον σιύλλον χορτάτον», όπως είναι η κυπριακή εκδοχή της γνωστής παροιμίας. Δωρεάν γεύματα δεν υπάρχουν.
Ο κ. Αντώνης Κλάψης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.

