Για τους Ιταλούς, τους Γάλλους και άλλους Ευρωπαίους υπηκόους, η Σμύρνη σήμαινε έναν τόπο προνομιούχο για τις εμπορικές δραστηριότητες των ιδίων και των χωρών τους μέσω εγκατάστασης ταχυδρομείων, τηλεγράφου, τραπεζών και άλλων μεγαλύτερων επενδύσεων όπως σιδηροδρόμων.
Οσοι Ευρωπαίοι της Μεσογείου (Ιταλοί και Γάλλοι) εγκαταστάθηκαν από αιώνες σε παράλια οθωμανικά εδάφη συγκρότησαν μια ομάδα με κοινά χαρακτηριστικά προέλευσης, με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Φραγκολεβαντίνοι».
Παρότι αποτελούσαν αριθμητικά ποσοστά κάτω του 10% στους τόπους εγκατάστασής τους και ανάπτυξης του πολιτισμού και του εμπορίου τους, οι Φραγκολεβαντίνοι χαρακτηρίστηκαν στους αιώνες που προηγήθηκαν, ως πληθυσμοί με δική τους ταυτότητα, ξεχωριστοί από τους λαούς των χωρών τους και προφανώς ξεχωριστοί από τους λαούς του τόπου που ζούσαν.
Ωστόσο έχαιραν της σαφούς προστασίας της οθωμανικής διοίκησης μέσω ειδικών συμφωνιών με τις χώρες προέλευσής τους.
Παρά τις συμφωνίες, όταν σήμανε η ώρα της τουρκοποίησης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το ισχυρό ρεύμα του τουρκικού εθνικισμού παρέσυρε κάθε τι χριστιανικό. Μαζί με τους Δυτικούς παρέσυρε κι εμάς, τους Ρωμιούς, τους γηγενείς ορθόδοξους πληθυσμούς της γης της Ανατολίας. Παρά την πολεμική ισχύ των ευρωπαϊκών χωρών, η προστασία των δυτικών χριστιανικών πληθυσμών αλλά και των ορθόδοξων πληθυσμών της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν αποτέλεσε προτεραιότητα για τις κυβερνήσεις τους. Τα κριτήρια είχαν απολύτως αλλάξει και η ανάγκη της σύνθεσης είχε ακυρωθεί πρωτίστως για τους Τούρκους, αλλά και για τις Μεγάλες Δυνάμεις. Προείχαν πλέον η γεωπολιτική και οικονομική σύνδεσή τους με τη νέα Τουρκία, η διασφάλιση του διάπλου των Στενών των Δαρδανελλίων, η εξασφάλιση της παρουσίας των εταιρειών πετρελαίου σε σημεία παραγωγής, ο περιορισμός της Σοβιετικής Ενωσης μακριά από τη Μεσόγειο.
Οι ενετικές γαλέρες, εξαφανισμένες από πολύ καιρό, είχαν ανάγκη στην ακμή τους οικείους πληθυσμούς που θα δρούσαν ως τοποτηρητές τους.
Η νέα εποχή των εθνικών κρατών έβρισκε νέους τρόπους σύνδεσης μεταξύ των Δυνάμεων με τα «ζωηρά» πολεμικά έθνη. Η έμμεση αποικιοκρατία αρχίζει να δοκιμάζεται και το κύρος της δυτικής κουλτούρας υφίσταται το πρώτο βαρύ πλήγμα. Ετσι, μαζί με τους κατεστραμμένους Ρωμιούς της Ιωνίας, τελικά ξεριζώθηκαν ή έχασαν την αίγλη τους, και οι δυτικές παρουσίες εξελίχθηκαν σε μικρές εθνικές μειονότητες.
Για εμάς τους Ελληνες και τις Ελληνίδες, ο απολογισμός για την Καταστροφή της Σμύρνης τέτοια εποχή το 1922, αφορά πρωτίστως το γεγονός του ξεριζώματος του Ελληνισμού στην Ιωνία, τη Μικρά Ασία, τον Πόντο, την Ανατολική Θράκη. Αφορά τον ξεριζωμό ενάμισι εκατομμυρίου Ελλήνων και Ελληνίδων από τις αιώνιες πατρογονικές εστίες τους και τη σφαγή 500.000 στα χώματά τους. Αφορά το τέλος από τις εστίες του, του πλέον «υγιούς», του πλέον κοσμοπολίτη, του πλέον εργατικού, του πλέον ευρηματικού και του πλέον προσαρμοστικού ελληνισμού.
Η Καταστροφή όμως της Σμύρνης ως πόλης, 103 χρόνια πριν, σημαίνει και την καταστροφή ενός εμβλήματος που εξέφραζε τη σύνθεση, τη σιγουριά, το διεθνές. Ευφυώς ο Κοσμάς Πολίτης ολοκληρώνει την αφήγηση στο εξαιρετικό έργο του «Στου Χατζηφράγκου» (Αθήνα 1962-1963) τη στιγμή που όλοι οι Ελληνες του μεροκάματου πανηγυρίζουν για τον κατάπλου του ελληνικού στόλου τον Μάιο του 1919. Μάλλον εκείνη τη στιγμή που η Σμύρνη γίνεται ελληνική ή κυριαρχείται από τον ελληνικό στρατό, τελειώνει και ο κοσμοπολιτισμός της;
Η Καταστροφή της Σμύρνης ως πόλης, 103 χρόνια πριν, σημαίνει και την καταστροφή ενός εμβλήματος που εξέφραζε τη σύνθεση, τη σιγουριά, το διεθνές.
Ωστόσο η Σμύρνη, η «Αμάλθεια της Μεσογείου», το κέρας της αφθονίας, η έξοδος στη Μεσόγειο Θάλασσα του πλούτου της Μικράς Ασίας, του τόσο εύφορου τόπου που δεν έβρισκες δυο πέτρες για να σπάσεις ένα αμύγδαλο, δεν χαρακτηριζόταν μόνον από την ελληνικότητά της, που τόσο αγαπάμε να λέμε οι Ελληνες, που ακόμη μας συγκινεί η Μικρά Ασία και τόσο σεβόμαστε τους ξεριζωμένους της Καταστροφής. Ακόμη σε πρόσφατα ιταλικά κείμενα, η μυρωδιά των γιασεμιών της Σμύρνης αναφέρεται νοσταλγικά ως ισχυρά γοητευτική. Η Σμύρνη ήταν και η πόλη της σύνθεσης, εκτός του μισού της που αφορούσε τους ορθοδόξους, εκτός από το ένα τέταρτο που ήταν μουσουλμάνοι, το υπόλοιπο τέταρτο ήταν Εβραίοι, Αρμένιοι, Καθολικοί (Φραγκολεβαντίνοι) και κάποιοι Προτεστάντες.
Η σφαγή στην αποβάθρα από τον τουρκικό στρατό, ο εμπρησμός της Σμύρνης που ακολούθησε, κατέστρεψε προς όφελος των νικητών ακόμη και κάθε δυνατή νομική διεκδίκηση εκ μέρους όσων χριστιανών ιδιοκτητών ζούσαν εκεί επί των (καμένων) ακινήτων τους. Η ολοσχερής καταστροφή μιας πόλης με ριζική πυρκαγιά σημαίνει ότι τίποτα απτό και άμεσο δεν εντοπίζεται, από τις θρησκείες και τις εθνότητες που απαρτίζουν τη σύνθεση αιώνων. Οσοι επέζησαν από τη σφαγή της προκυμαίας διηγούνται για την απονιά που γνώρισαν όσοι προσπάθησαν να ανελκυσθούν στα ξένα πολεμικά πλοία.
Κανείς δεν αναφέρει όμως την απουσία των ελληνικών κανονιών που δεν επιχείρησαν να ανασχέσουν την τουρκική προέλαση. Σπάνια και αδίκως δεν αναφέρεται η φροντίδα προς τους Ελληνες που πρόσφεραν άλλοι δυτικοί και Αμερικανοί, που βοήθησαν έστω περιορισμένα στη διάσωση.
Με αφορμή μια άλλη οδύνη και για μια άλλη απώλεια, ο αγαπημένος μας ποιητής, Σμυρνιός, έγραφε σχεδόν 50 χρόνια αργότερα:
«Χτύπησε η καμπάνα του καραβιού
σαν τη μονέδα πολιτείας που χάθηκε
κι ήρθε να ζωντανέψει πέφτοντας
αλλοτινές ελεημοσύνες»
Ας μη φανεί παρακαλώ ιεροσυλία, αλλά όλο το παραπάνω ποίημα, όπως και η αναφορά σε πολιτείες που χάνονται και ελεημοσύνες, ταιριάζουν και σε κάθε λογής απώλειες και στην ανάγκη αξιοπρέπειας για την αντιμετώπισή τους.
Ο κ. Τάσος Σακελλαρόπουλος είναι ιστορικός, υπεύθυνος του Ιστορικού Αρχείου του Μουσείου Μπενάκη.

