Είναι λες και οι κάτοικοι της Κρήτης δεν αντέχουν την ομορφιά, το βάθος του πολιτισμού, το βάρος της ιστορίας της. Αντί να πατούν σεμνά και ταπεινά στα χώματα και στα βράχια, στις παραλίες και στις κορφές που η καθεμία έχει βαφτεί με αίμα σε ατελείωτους αγώνες για την ελευθερία, πολλοί –πάρα πολλοί– ορμούν με φωνές, υπερβολές και υστεροβουλία να εξαργυρώσουν, να «αξιοποιήσουν» ό,τι μπορούν. Να αρπάξουν αντί να προσφέρουν, σαν να μην έχουν χρέος να σεβαστούν όσα βρήκαν, να τα διαφυλάξουν για αυτούς που ακολουθούν. Είναι λες και επειδή δεν μπορούν να ανταποκριθούν στους μύθους με τους οποίους μεγάλωσαν, επιλέγουν να φέρουν τον τόπο στα μέτρα τους. Οχι μέσω κάποιου σχεδίου, αλλά μέσω της οκνηρίας και της πεποίθησης πως –χάρη στους αγώνες των προγόνων– δικαιούνται να πράττουν όπως θέλουν.
Αυτό βλέπουμε στα μεγάλα, διαδοχικά σκάνδαλα, παρότι το καθένα είναι η κορυφή ενός παγόβουνου αθέατων συμφερόντων και σκοτεινών συναλλαγών. Αυτό βλέπουμε στη φονική συμπεριφορά των οδηγών στους δρόμους, στις επίσης φονικές μπαλοθιές σε γάμους και πανηγύρια, στην ενδοοικογενειακή βία, στους βιασμούς και φόνους γυναικών, στον αλκοολισμό και άλλες εξαρτήσεις σε κάθε ηλικία, στο ξεπούλημα της γης, στην εγκατάλειψη του πολιτισμού ή στη μετατροπή του σε «προϊόν». Η αχαλίνωτη λαιμαργία που αποκαλύπτει το σκάνδαλο ΟΠΕΚΕΠΕ, τα «κατορθώματα» κάθε μαφίας που ξηλώνεται, οι φόνοι, και μια γενικευμένη, εγκληματική ανευθυνότητα, πηγάζουν από τη διεστραμμένη αντίληψη πως η ασυδοσία και η αυθαιρεσία είναι ελευθερία.
Οι κάτοικοι του νησιού είναι λες και επειδή δεν μπορούν να ανταποκριθούν στους μύθους με τους οποίους μεγάλωσαν, επιλέγουν να φέρουν τον τόπο στα μέτρα τους.
Και εδώ, όπως και σε άλλα μέρη της Ελλάδας, ευθύνονται πολιτικοί όλων των παρατάξεων που κολακεύουν τους «πελάτες» και ανέχονται (αν δεν επικροτούν κιόλας) τέτοιες συμπεριφορές, σε μια διαπλοκή αμοιβαίων συμφερόντων και μικρής και μεγάλης διαφθοράς. Στην Κρήτη, όμως, η βαριά κληρονομιά και ο μεγάλος πλούτος που τελευταίως εισρέει από τον τουρισμό και τα ακίνητα σε μια μικρή κοινωνία (εντελώς άνισα) συμβάλλουν σε μια υπερβολική διαστρέβλωση αξιών. Ετσι, και οι προνομιούχοι και οι θεωρούντες εαυτούς αδικημένους πιστεύουν πως δικαιούνται να πράττουν όπως θέλουν. Εχουν μάθει στο βόλεμα και στην κολακεία. Από τη μια, γνωρίζουν πως οι πολιτικοί και οι θεσμοί τούς φοβούνται, από την άλλη, θεωρώντας εαυτούς αδικημένους, δεν εμπιστεύονται κανέναν πέρα από συγγενείς και δίκτυα κουμπαριάς. Η ατομικότητα επωφελείται, ενισχύεται, προστατεύεται από την κάλυψη μιας ομάδας χωρίς να συμβάλλει θετικά στο σύνολο – αντιθέτως, το υπονομεύει με ανοχή για την ανομία. Ετσι αναπτύσσεται στραβά η κοινωνία. Επειδή και εκεί που ίσως δεν υπάρχει έγκλημα προς ίδιον όφελος, η έλλειψη προγραμματισμού και πρόνοιας είναι εξίσου καταστροφική – το βλέπουμε σε επικίνδυνους δρόμους, στα σκουπίδια και στα λύματα, στο ότι ένα σημαντικό θέρετρο όπως η Παλαιόχωρα δεν έχει ιατρό σε υπηρεσία παρά μόνο μεταξύ 8 π.μ. και 2 μ.μ. καθημερινώς και καθόλου τα Σαββατοκύριακα. Προέκταση αυτής της αδιαφορίας είναι πως ελάχιστοι πλούσιοι της Κρήτης ενδιαφέρονται για τη σωτηρία της πολιτιστικής κληρονομιάς, με αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, να χάνονται σημαντικές τοιχογραφίες σε βυζαντινά ξωκλήσια.
Κι όμως, παντού στην Κρήτη και στην κρητική διασπορά υπάρχουν άνθρωποι που με έμπνευση, όρεξη, μόχθο και πείσμα προσπαθούν να χτίσουν κάτι σοβαρό, όμορφο και στέρεο. Επιστήμονες, αρχαιολόγοι και αρχιτέκτονες, μουσικοί, συγγραφείς, αγρότες, άνθρωποι του τουρισμού, δημόσιοι υπάλληλοι, επαγγελματίες, έμποροι, και πολλοί άλλοι, πασχίζουν για κάτι καλύτερο, κάτι που να τιμά αυτό που αγάπησαν. Απέναντί τους ορθώνεται μια κυρίαρχη αντίληψη που θεωρεί την οκνηρία λεβεντιά και την απληστία δικαίωμα. Ηρθε η ώρα οι πολίτες και η πολιτεία να επιλέξουν ποιους θα στηρίξουν, ποια πορεία θα ακολουθήσουν.

