Πανεπιστημιακοί αλλά και το ανώτατο συνδικαλιστικό τους όργανο, η ΠΟΣΔΕΠ, εστιάζουν εμφατικά στις επιπτώσεις που θα έχει στην ποιότητα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης της χώρας η λειτουργία των τεσσάρων μη κρατικών ΑΕΙ. Και μιλούν για υποβάθμιση. Πρόκειται για εκτίμηση, η οποία πρέπει να αξιολογηθεί στο πλαίσιο ενός δημόσιου διαλόγου σε δεύτερο χρόνο. Ας μην παραβλέπουμε πάντως τη λειτουργία των ιδιωτικών σχολείων.
Αντίθετα, πρέπει να συζητηθούν το ταχύτερο, από την πολιτεία και τα ΑΕΙ, δύο θέματα: το πρώτο είναι το πλήγμα που θα δεχθούν τα τμήματα κεντρικών και περιφερειακών δημόσιων ΑΕΙ, καθώς τα μη κρατικά θα τους «κλέψουν» φοιτητές. Και το δεύτερο, και σημαντικότερο, είναι οι επιπτώσεις του δημογραφικού προβλήματος. Με βάση τις αιτήσεις που κατέθεσαν τα μη κρατικά ΑΕΙ για να πάρουν άδεια λειτουργίας, ο συνολικός αριθμός των εισακτέων τους θα είναι περίπου 1.500 κατά το πρώτο ακαδημαϊκό έτος 2025-2026. Δεν είναι μεγάλος αριθμός, σε σύγκριση μάλιστα με τους 62.848 εισακτέους φέτος στα δημόσια ΑΕΙ. Θα έχει ενδιαφέρον να μελετηθεί σε ποια τμήματα δημόσιων ΑΕΙ εισήχθησαν οι 1.500 αλλά τελικά δεν θα φοιτήσουν, καθώς θα προτιμήσουν ένα μη κρατικό ΑΕΙ, και οι λόγοι της επιλογής τους.
Βέβαια, το μεγάλο θέμα είναι οι επιπτώσεις του δημογραφικού στην τριτοβάθμια εκπαίδευση της χώρας. Τα στοιχεία που παρέθεσε στην «Κ» (στο φύλλο της περασμένης Κυριακής 31/8) ο κ. Αποστόλης Δημητρόπουλος, ειδικός σύμβουλος για θέματα εκπαίδευσης στην Προεδρία της Κυβερνήσεως και πρώην γενικός γραμματέας Ανωτάτης Εκπαίδευσης, είναι ενδεικτικά. Το 2024-2025 οι υποψήφιοι για τα ΑΕΙ ήταν 101.666 και οι εισακτέοι 65.637. Η προβολή για το 2029-2030 δείχνει 80.927 υποψηφίους και 52.248 εισακτέους και για το 2034-2035, 74.217 και 47.916 αντιστοίχως.
Πολλά τμήματα περιφερειακών ΑΕΙ θα «ξεμείνουν» από εισακτέους, καθώς –λόγω δημογραφικού– δεν θα μπορούν να τροφοδοτηθούν ούτε και από τους αποφοίτους των επαγγελματικών λυκείων, από τους οποίους εισάγεται στα ΑΕΙ σχεδόν το 85%. Η διεθνοποίηση, δηλαδή η προσέλκυση ξένων φοιτητών, όπως προτείνει ο κ. Δημητρόπουλος, είναι μια λύση, αλλά προϋποθέτει τη δημιουργία αγγλόφωνων προγραμμάτων σπουδών. Και εάν αυτό συμβεί και επιτύχει, τι θα απογίνουν τα τμήματα με αντικείμενα χαμηλής ζήτησης που τώρα προσελκύουν ελάχιστους Ελληνες;
Για να υπάρξουν σοβαρές λύσεις πρέπει, επιτέλους, κόμματα και ΑΕΙ να παραδεχθούν ότι το μοντέλο διεύρυνσης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στη λογική τού «κάθε πόλη και ΑΕΙ» στις δεκαετίες του ’90 και του 2000 έχει αποτύχει. Και αφήνοντάς το πίσω, να «χτίσουν» νέα, βιώσιμα ΑΕΙ.

