To πολιτιστικό μποϊκοτάζ εξαιτίας των πολέμων σε Γάζα και Ουκρανία δεν έχει την ίδια ένταση και στις δύο περιπτώσεις. Είναι μια πρώτη και σημαντική επισήμανση ότι τα (μη κρατικά) δίκτυα, πρόσωπα και οι συλλογικότητες που οργανώνονται γύρω από την προσπάθεια επιθετικής ευαισθητοποίησης της κοινής γνώμης για τον βάναυσο πόλεμο που έχει εξαπολύσει το Ισραήλ έχουν μεγαλύτερη εμβέλεια και επικοινωνιακή αποτελεσματικότητα από αντίστοιχες προσπάθειες που αφορούν τον εξίσου βάρβαρο και ξεκάθαρα επεκτατικό πόλεμο της Ρωσίας.
Αν και υπήρξαν και στο παρελθόν παραδείγματα πολιτιστικού μποϊκοτάζ εναντίον καθεστώτων (Νότια Αφρική) και πολεμικών επεμβάσεων (Βιετνάμ), η σημερινή τους εμβέλεια δείχνει να είναι αρκετά μεγαλύτερη εξαιτίας των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, αν και ακόμη δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τη χρονική τους διάρκεια. Η δεύτερη σημαντική παράμετρος του σημερινού φαινομένου είναι ότι συγχρονίζεται με τις τεχνολογικές και επικοινωνιακές στρατηγικές της διαδεδομένης πρακτικής που έχει να κάνει με την κουλτούρα της ακύρωσης (cancel culture). Τα αντιπολεμικά αισθήματα, οι αντιιμπεριαλιστικές πεποιθήσεις, τα αντισημιτικά στερεότυπα προσαρμόζονται στη ρητορική της (διαδικτυακής) ακυρωτικής καταγγελίας και της λογικής του «αποκλείω» και «δεν καταναλώνω» τους «εχθρικούς» φορείς και όσους συνεργάζονται μαζί τους.
Αντίπαλος δεν νοείται μόνο το βάναυσο κράτος, αλλά και όλοι όσοι δεν το αποδοκιμάζουν ή δεν κινητοποιούνται εναντίον του. Απώτερος σκοπός είναι μια ηθική αποδοκιμασία.
Αντίπαλος δεν νοείται μόνο το βάναυσο κράτος, αλλά και όλοι όσοι δεν το αποδοκιμάζουν ή δεν κινητοποιούνται εναντίον του. Απώτερος σκοπός είναι μια ηθική αποδοκιμασία που απευθύνεται μέσα από διάφορες μορφές διαμαρτυρίας και πίεσης (διαδηλώσεις, επιστολές, hashtags) σε συγκεκριμένα πρόσωπα. Στην Ελλάδα, τα παραδείγματα της τραγουδίστριας Γλυκερίας αλλά και της Γαλλοεβραίας κοινωνιολόγου Εβα Ιλούζ είναι πολύ χαρακτηριστικά αυτής της ακυρωτικής λογικής που τελικά επικρατεί. Το όχι στο «ξέπλυμα», στη «συνενοχή», στην «ατιμωρησία» δεν απευθύνεται τόσο στους πραγματικούς υπαίτιους της πολεμικής βαρβαρότητας, αλλά σε όσους δείχνουν έστω και ψήγματα ανοχής, αδιαφορίας (π.χ. τουρίστες) ή εκφράζουν μια διαφορετική άποψη.
Το ενδιαφέρον είναι ότι η εν λόγω πρακτική διαμαρτυρίας που έχει τις ρίζες της στο μποϊκοτάζ εναντίον του καθεστώτος του απαρτχάιντ (1960-1990) και εκκινεί ως προσπάθεια υπεράσπισης των απροστάτευτων αμάχων, συχνά επιδεικνύει μια επιλεκτική λογική (δεν θεωρεί το ίδιο τα θύματα του πολέμου της Ρωσίας με εκείνα του Ισραήλ) και αναπτύσσει τη λογοκριτική στρατηγική της «οντολογικής ενοχής» (όπως εύστοχα επισημαίνει η Ιλούζ) που γνωρίσαμε στις σκοτεινές περιόδους του ολοκληρωτισμού.
* Ο κ. Βασίλης Βαμβακάς είναι καθηγητής Κοινωνιολογίας της Επικοινωνίας στο Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

