Είχε ύψος ενάμισι μέτρο, μια μορφή φτιαγμένη από ορείχαλκο με τα χέρια κολλημένα στο σώμα και τα πόδια ανυπόδητα. Τα μαλλιά ήταν πιασμένα πίσω ή κοντά, το φόρεμα απλό, ριχτό, κοντομάνικο. Το κεφάλι ήταν στραμμένο ελαφρώς προς τα αριστερά, τα χείλια σφιγμένα και δίπλα στο στόμα, δεξιά και αριστερά, είχε δύο βαθιές ρυτίδες.
«Η Γυναίκα του λαού», το άγαλμα που φιλοτέχνησε ο γλύπτης Γιάννης Παππάς το 1984, τοποθετήθηκε το 2016 από τον Δήμο Νικαίας – Αγίου Ιωάννη Ρέντη στην πλατεία Παιδικής Στέγης, δίπλα στην οδό Πέτρου Ράλλη. Η γλώσσα του σώματος αυτής της μεσήλικης γυναίκας έδειχνε πως ήταν λυπημένη, ίσως θυμωμένη, σίγουρα κουρασμένη, αλλά σταθερά γειωμένη, με βλέμμα που δεν κοίταζε το μέλλον αλλά προσπαθούσε να αντέξει το παρόν.
Και αν κάποιοι την επέκριναν, αν θεωρούσαν φέρ’ ειπείν ότι η στυλιζαρισμένη απλότητα έκανε το άγαλμα να φαίνεται αδέξιο, ότι το κεφάλι της γυναίκας ήταν μεγάλο και οι πατούσες ασχημάτιστες, ότι ο ρεαλισμός που υιοθέτησε ο γλύπτης υπερτόνιζε το κοινωνικό περιεχόμενο του έργου εις βάρος της τέχνης, μπορούν τώρα να ελπίζουν σε μια δημόσια γλυπτική που θα αποδίδει με άλλο τρόπο τιμή στους ανώνυμους –μια εργάτρια, μια καθαρίστρια, μια νοσοκόμα σε οίκο ευγηρίας, μια οικιακή βοηθός– που αποτελούν μέρος της συλλογικής μνήμης στις πάλαι ποτέ «λαϊκές» γειτονιές της πρωτεύουσας.
Το άγαλμα του γλύπτη Γιάννη Παππά και η μαφία του σκραπ.
Η «Γυναίκα του λαού» δεν υπάρχει πια στην πλατεία. Στη θέση της έχει απομείνει το βάθρο με ένα σκούρο τετράγωνο σημάδι που άφησε ο ορείχαλκος επάνω στην πέτρα. Την απουσία της διαπίστωσε νωρίς το πρωί της προηγούμενης Πέμπτης μια περαστική που έβγαζε βόλτα τον σκύλο της. Ο δήμος κατέθεσε μήνυση κατ’ αγνώστων και ο δήμαρχος Νίκαιας – Αγ. Ι. Ρέντη δήλωσε πως η κλοπή του αγάλματος «δεν είναι απλώς μια εγκληματική πράξη απέναντι στη δημόσια περιουσία, είναι προσβολή απέναντι στην ιστορική μνήμη και στη συλλογική ταυτότητα της πόλης».
Μεγάλα λόγια από δημόσια στόματα είχε ξανακούσει η «Γυναίκα του λαού» στη ζωή της, την οποία σπάνια κάποιος αφηγείται, και ίσως γι’ αυτό οι παλάμες της ήταν σφιγμένες σε γροθιές. Ηξερε ευθύς εξαρχής όταν είδε τους κλέφτες ότι δεν επρόκειτο να σωθεί, και μάλλον έχει ήδη χαθεί μέσα σε κάποια από τις κλειδαμπαρωμένες μάντρες της Αθήνας που καίνε τα παλιοσίδερα.
Απλώς, θα ήταν καλό να μην της πει κανείς ότι η ύπαρξή της ήταν τόσο ασήμαντη για την πολιτεία που κανείς δεν φρόντισε να την προστατεύσει από τη μαφία του σκραπ – έστω να τη φωτίζει τη νύχτα, ώστε να κλέβεται πιο δύσκολα. Σταδιακά και μέσα στην αδιαφορία, η Ελλάδα αποψιλώνεται από τα γλυπτά της και ατιμώρητα βυθίζεται σε άνοια.

