Ενα κύμα αλληλεγγύης προς τους Παλαιστινίους έχει ξεσπάσει σε όλη τη χώρα, προκαλώντας αντιπαραθέσεις για τις μορφές που παίρνει. Από τα Χανιά μέχρι τη Σαμοθράκη, φυλλάδια και συνθήματα στρέφονται κατά Ισραηλινών, αμφισβητώντας ακόμη και το δικαίωμά τους να βρίσκονται στην Ελλάδα. Ενα πλήθος που συγκινείται από την απελπισία του πόνου του άλλου είναι, με έναν τρόπο, μια σκηνή που δίνει ελπίδα. Διατηρεί την πίστη ότι οι καθολικές ανθρώπινες αξίες εξακολουθούν να επικρατούν. Ωστόσο είναι οι ίδιες αυτές αξίες που επιβάλλουν και ένα όριο στις εκφράσεις αυτές. Το ερώτημα που τίθεται είναι ποιο μερίδιο ευθύνης της πλευράς του θύτη μπορεί να θεωρηθεί ότι βαραίνει συλλογικά όλα τα μέλη της. Η περίπτωση της Σερβίας προσφέρει χρήσιμους παραλληλισμούς.
Μετά τους πολέμους στη Γιουγκοσλαβία, η Σερβία υπέστη (δικαιολογημένα) πολιτικές συνέπειες για τον ρόλο της. Δεν ήταν μόνο το εμπάργκο της δεκαετίας του ’90, που στέρησε από την κοινωνία τα πλέον βασικά αγαθά· οι επιπτώσεις είναι ορατές και δεκαετίες αργότερα, με τον περιορισμό όσων ήθελαν να φύγουν από τη χώρα. Μια πιο αντιπροσωπευτική «καρτ ποστάλ» από τη ζωή στο Βελιγράδι θα έπρεπε να αντικαταστήσει το φρούριο στο πάρκο Καλεμεγκντάν με τις μακριές ουρές μπροστά από τις δυτικές πρεσβείες ανθρώπων που κουβαλούν φακέλους γεμάτους αποδείξεις ότι πράγματι θέλουν να σπουδάσουν με την υποτροφία που κέρδισαν, ότι ο γάμος τους δεν είναι ψεύτικος ώστε να μπουν στη χώρα, ότι μια εταιρεία όντως θέλει να τους προσλάβει – με λίγα λόγια, ότι δεν θα απειλήσουν την ευημερία της χώρας υποδοχής. Αυτή παραμένει η εικόνα της Σερβίας από τότε που ξεκίνησαν οι πόλεμοι.
Από τη μία, αυτό είναι κατανοητό με βάση όσα συνέβησαν – πραγματικά ανείπωτα εγκλήματα διαπράχθηκαν στο όνομα των Σέρβων, και κανένα δράμα της σερβικής μειονότητας ή έγκλημα από άλλες πλευρές δεν μπορεί να δικαιολογήσει το Σαράγεβο, τη Σρεμπρένιτσα ή άλλες φρικαλεότητες. Χειρότερα, οι πόλεμοι απολάμβαναν ευρεία υποστήριξη. Ωστόσο παραμένει αλήθεια ότι η μειονότητα που αντιτάχθηκε στον πόλεμο το έκανε με σθένος και με μεγάλο προσωπικό κόστος. Η πραγματικότητα είναι πιο περίπλοκη από τους ρόλους μιας σαπουνόπερας – την ώρα που κάποιοι ζητωκραύγαζαν για τη «Μεγάλη Σερβία», άλλοι έστελναν ανθρωπιστική βοήθεια με τους πιο ευφάνταστους τρόπους σε μια οικονομικά κατεστραμμένη χώρα, φιλοξενούσαν πρόσφυγες και συμμετείχαν σε διαδηλώσεις κατά του Μιλόσεβιτς. Δύσκολα δεν θα τεθεί το ερώτημα – γιατί να αντιμετωπίζονται όλοι το ίδιο;
Η βαρύτητα των συνεπειών κάνει περιπτώσεις όπως η Σερβία τότε, ή το Ισραήλ τώρα, να ξεχωρίζουν. Η αδυναμία, όμως, να κάνει κανείς κάτι για τα παραπτώματα μιας κοινωνίας στην οποία βρίσκεται είναι ευρύτερη. Επιζήμιες συμπεριφορές και στάσεις –όπως η ξενοφοβία, η ομοφοβία, η αποδοχή της διαφθοράς και άλλες– διαφέρουν μεταξύ χωρών. Βλέποντας, για παράδειγμα, τα υψηλά ποσοστά ανεκτικότητας απέναντι σε διεφθαρμένους πολιτικούς θα έπρεπε οι Σουηδοί να έλεγαν «Ελληνες μη αποδεκτοί»; Αντίστοιχα, όταν έρευνες έβρισκαν ποσοστά αντισημιτισμού κοντά στο 70%, θα έπρεπε το Ισραήλ να απαγορεύσει την είσοδο στους Ελληνες;
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα ποσοστά αποδοχής στο να κοπεί η παροχή νερού στην Παλαιστίνη είναι σοκαριστικά. Ο λογικός νους δυσκολεύεται να το κατανοήσει – θα μπορούσαν τουλάχιστον να πουν ψέματα. Ομως αυτό δεν λύνει το δίλημμα. Από ποιο ποσοστό συμφωνίας εγκαταλείπουμε την αρχή της ατομικότητας και το δικαίωμα να κρίνεται κανείς μόνο για τις πράξεις που διέπραξε ή στήριξε προσωπικά; Δεν είναι ακριβώς γι’ αυτό που οι πράξεις της Χαμάς δεν θα μπορέσουν ποτέ να δικαιολογήσουν την αδιάκριτη καταστροφή που προκάλεσε το Ισραήλ στους Παλαιστινίους;
Για να συσπειρώσουν υποστήριξη σε ενέργειες απαράδεκτες από κάθε άποψη, οι αυταρχικοί ηγέτες συχνά βασίζονται σε αφηγήσεις συλλογικής θυματοποίησης, πείθοντας τις μάζες ότι κάθε διαφωνία προέρχεται από όσους τους επιβουλεύονται. Αυτές οι αφηγήσεις εξαπλώνονται εύκολα και είναι δυσάρεστο να είσαι η αντίθετη φωνή όταν ο παραλογισμός ξεσπά. Τίποτε δεν τροφοδοτεί αυτή την ατμόσφαιρα και δεν ριζοσπαστικοποιεί τους μετριοπαθείς περισσότερο από την αδιάκριτη συλλογική ενοχοποίηση και την άρνηση της πολυπλοκότητας. Δίνει την αναγκαία δόση «αλήθειας» στις θεωρίες συνωμοσίας του τύπου «απλώς μας μισούν». Και σε ένα λιγότερο πρακτικό επίπεδο, απλά δεν είναι σωστό να γυρίσουμε την πλάτη σε εκείνους που, επειδή μοιραζόμαστε τις ίδιες αξίες, υφίστανται ήδη τη μοναξιά της μισητής μειονότητας. Η θεμιτή αγανάκτηση είναι όντως ευγενής, αλλά μόνο εφόσον είναι και δίκαιη.
*O κ. Ηλίας Ντίνας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης και κάτοχος της ελβετικής έδρας στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο της Φλωρεντίας.
*Η κ. Μπιλγιάνα Μέισκε είναι μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο ίδιο Ινστιτούτο.

