Είναι δύσκολο να βρει κανείς τα λόγια για να περιγράψει τα τρία χρόνια που περικλείουν μέσα τους την καθημερινότητα του πολέμου στην Ουκρανία και να μην αισθάνεται ότι γράφει από την άλλη μεριά αγγελτηρίων θανάτου. Και όμως, το κάνουμε διότι υπάρχει η ίδια η καθημερινότητα και μια ανάγκη έκφρασης και ένα δικαίωμα για τη φωνή που να ακουστεί από τους άλλους και να πρεσβεύει τους Ουκρανούς – τους ζωντανούς, τους νεκρούς και εκείνους που δεν έχουν ακόμη γεννηθεί, όπως λέει ο εθνικός μας ποιητής Ταράς Σεβτσένκο.
Η καθημερινότητα μας χαιρετά πρωί πρωί με την προετοιμασία του σακιδίου για τη δουλειά, όπου δίπλα στο λάπτοπ βάζουμε το τουρνικέ που σταματάει την αιμορραγία, στα υπόγεια του μετρό που κατεβαίνουμε με τις σειρήνες, στα σκοτεινά βαγόνια της προσφυγιάς και στα σημεία ελέγχου, κοντά στα περίπτερα με τον καφέ όπου κάποιος κερνά ένα τσιγάρο στον στρατιώτη με το θολό βλέμμα, στα κρυμμένα στις δενδροστοιχίες χαρακώματα όπου παραμονεύουμε τα εχθρικά drones και ταυτόχρονα μοιραζόμαστε με τον αδερφό μας στα όπλα κρύο φαΐ από κονσέρβα, στην πρωινή παύση κυκλοφορίας προς τιμήν των πεσόντων. Είναι στιγμές που ζουν οι Ουκρανοί στη γραμμή των μαχών και στα μετόπισθεν.
Ο πόλεμος προσπαθεί να κάνει την καθημερινότητα ανυπόφορη και τη ζωή αβίωτη και γι’ αυτό υπονομεύει το αίσθημα του χρόνου. Ο χρόνος σταματά να κυλά στην αιχμαλωσία και στις ρωσικές φυλακές, γίνεται ανύπαρκτος ή ιλιγγιωδώς ορμητικός στην ξενιτιά, παύει να υπάρχει στους ομαδικούς τάφους στην Μπούτσα ή στο Ιζιούμ. Ο χρόνος κατασπαράζεται στη γραμμή του πυρός, αλλά για εκείνον που αμύνεται κάθε στιγμή αποκτά τη μεγαλύτερη αξία. Ο πόλεμος μας έδωσε την ευκαιρία να πλησιάσουμε την Ιστορία μας, να αισθανθούμε την αλληλουχία των αιώνων, να ζούμε την Ιστορία μας στον αγώνα που δίνουμε.
Ο πόλεμος μας έδωσε την ευκαιρία να πλησιάσουμε την Ιστορία μας, να αισθανθούμε την αλληλουχία των αιώνων, να ζούμε την Ιστορία μας στον αγώνα που δίνουμε.
Ο πεσών ποιητής και στρατιώτης Μαξίμ Κριβτσόβ είπε: «Οταν με ρωτήσουν τι είναι ο πόλεμος, θα πω χωρίς δισταγμό: τα ονόματα». Τα ονόματα κρατούν στη μνήμη εκείνους που έφυγαν στο σκοτάδι του θανάτου, αλλά με τους φθόγγους τους μας σώζουν το φως. Στις πόλεις μας οι σημαδεμένες με την παλιά ιδεολογία ονομασίες των δρόμων παίρνουν ονόματα εκείνων που θυσίαζαν τη ζωή τους για την πατρίδα: οδός του Ρομάν Ράτουσνιι, οδός του Μαξίμ Κριβτσόβ, πάρκο του Βασίλ Σλιπάκ… Αλλάζει η γλώσσα μας που έχει σκληρύνει από το αίμα και τον καημό, γίνεται τρυφερή στην καθημερινή χρήση όταν μιλάμε για τις πόλεις και τα χωριά μας που καταστράφηκαν ή βρίσκονται υπό κατοχή. Τη μαρτυρική Μαριούπολη τη λέμε με το υποκοριστικό Μάρικ, την ηρωική Τσάσιβ Γιαρ Τσάσικ, την Κραματόρσκ Κραμάχα.
Ετσι αλλάζουν τα ονόματά τους οι εραστές ή συγγενείς για να δηλώνουν τη ζεστασιά και την αγάπη προφέροντας το όνομα του άλλου. Εν μέρει είναι ιδανικές φωνές και αγαπημένες. Υπάρχουν οι άλλες βέβαια: οι κραυγές της μάχης, το ουρλιαχτό της απόγνωσης ή της δειλίας, το μουρμουρητό της αδιαφορίας. Αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι υπάρχουν και ηχούν. Διότι μέσα από τις συζητήσεις, γλωσσικές διαμάχες πλησιάζουμε ο ένας τον άλλο, μαθαίνουμε να ακούμε τον άλλο, εκτιμούμε το δικό του δικαίωμα στον λόγο. Το βλέπουμε σε νέες γενιές, φέρνουν στους δρόμους των ουκρανικών πόλεων το πνεύμα της συλλογικότητας και της δημιουργικής ανυπακοής, γεννημένο από εμάς, τους παλιούς, στο Μαϊντάν. Το βλέπουμε και στο εξωτερικό: παρά την αρχική αναποφασιστικότητα των συμμάχων, οι συζητήσεις όλο και περισσότερο αφορούν όχι τόσο τα συμφέροντα, αλλά τις αξίες που διαμορφώνουν τις έννοιες της ελευθερίας και της δημοκρατίας. Είμαστε η κοινωνία των πολιτών που σημαίνει αλληλεγγύη στον άλλον, που μοιράζει μαζί μας τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις. Ο φίλος μου Μαξ Μπουτκέβιτς, ακτιβιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που εντάχθηκε στον στρατό, αιχμαλωτίστηκε, επιβίωσε στη ρωσική φυλακή όπου κλείστηκε με πλαστές κατηγορίες και τώρα μιλάει για τη βοήθεια στους αιχμαλώτους πίνοντας μαζί μου καφέ. Είναι η συμμαθήτριά μου Ιουλία, που στις μέρες της πολιορκίας του Κιέβου αποφάσισε να φροντίζει τους ηλικιωμένους και συνεχίζει να το κάνει και τώρα. Είναι η φίλη μου Αννα, η ξαδέρφη της οποίας πήγε στον στρατό και αυτή βγάζει τον πόνο της τραγουδώντας στη χορωδία τα έργα του Bach. Είναι η σύζυγός μου που έφυγε από τη χώρα με τα παιδιά μας και συνεχίζει τον αγώνα ερευνώντας από τη φιλοσοφική πλευρά το φαινόμενο των «θαλάμων ηχούς» στα πλαίσια της προπαγάνδας και παραπληροφόρησης. Τα τρία χρόνια που πέρασαν έχουν αναδείξει ότι οι άνθρωποι είναι ο πιο σημαντικός πλούτος της Ουκρανίας.
*Ο κ. Ανδρίι Σαβένκο είναι διευθυντής του Κέντρου Ελληνικών Μελετών και Πολιτισμού «Ανδρίι Μπιλέτσκιι», αναπληρωτής καθηγητής στο Εθνικό Πανεπιστήμιο «Ταράς Σεβτσένκο» του Κιέβου.

