Σε μία χώρα όπου οι διαιτητές του ποδοσφαίρου (ίσως και του μπάσκετ) πρέπει να είναι ξένοι για να τελειώσει ομαλά το πρωτάθλημα, η όψιμη γοητεία την οποία ασκεί η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία δεν ξαφνιάζει κανέναν. Ως άλλοι τραγικοί ήρωες, αναμένουμε την κάθαρση από μια εξωτική θεότητα που εδρεύει στο Λουξεμβούργο και δεν έχει κλείσει μία πενταετία πραγματικής ζωής. Τι είναι όμως εκείνο που την κάνει τόσο ελκυστική; Αρκούν τα εικαζόμενα πλεονεκτήματά της σε σύγκριση με τις αδιαμφισβήτητες δυσλειτουργίες του ημεδαπού δικαστικού συστήματος; Ή χρειάζεται κάτι επιπλέον, εκείνος ο διάχυτος μηδενισμός απέναντι σε οτιδήποτε παράγουμε εμείς, ο οποίος καθιστά το εισαγόμενο ασυγκρίτως καλύτερο στα μάτια μας;
Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία συστάθηκε το 2017. Διερευνά ποινικά εγκλήματα κατά των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ενωσης, κάτι που δεν είναι τυχαίο. Τα τελευταία χρόνια, το όραμα της ευρωπαϊκής ενοποίησης δεν προχωράει με συνταγματικά άλματα και πολιτικές τομές, αλλά με εργαλεία δημόσιας χρηματοδότησης, όπως το κολοσσιαίο Ταμείο Ανασυγκρότησης (RRF). Οσο αυξάνονται οι ενωσιακοί πόροι, τόσο μεγαλώνουν οι κίνδυνοι κατασπατάλησής τους, προσφέροντας επιχειρήματα στους ευρωσκεπτικιστές. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ενοχλεί περισσότερο από άλλους δικαιοδοτικούς θεσμούς. Δεν καταπιάνεται με αποχρώσεις των θεμελιωδών δικαιωμάτων ή ερμηνείες του ενωσιακού δικαίου, όπως τα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια στο Στρασβούργο και στο Λουξεμβούργο. Ερευνά πραγματικές καταστάσεις απάτης ή διαφθοράς· ενδέχεται να στείλει τους κατηγορουμένους στη φυλακή μέσω των εθνικών ποινικών δικαστηρίων. Γι’ αυτό και καθυστέρησε τόσο η σύστασή της.
Στην Ελλάδα δεν ενδιαφερόμαστε για τη μεγάλη ευρωπαϊκή εικόνα. Τη συρρικνώνουμε στον δικό μας μικρόκοσμο, ανάλογα με την πλευρά όπου στέκεται ο καθένας: ενοχλητική παρωνυχίδα των κουτόφραγκων που υπονομεύει το επιτυχημένο εθνικό αφήγημα ή ιππικό της ευρωπαϊκής αστερόεσσας που θα ξεσκεπάσει τη βρώμα των κυβερνώντων. Μόνο που η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία δεν είναι τίποτα από τα δύο. Αποτελεί έναν επιπλέον θεσμό για τη διαφύλαξη του κράτους δικαίου· η αποσύνδεσή του από τις εθνικές έννομες τάξεις γεννά πλεονεκτήματα αλλά και μειονεκτήματα. Η ενωσιακή του κατοχύρωση και η πολυεθνική του ταυτότητα τον διαφυλάσσει από την πίεση των ημεδαπών κέντρων εξουσίας. Την ίδια στιγμή, παρουσιάζει τις κλασικές ενωσιακές αδυναμίες: διαθέτει μεν κεντρική κεφαλή, όμως το σώμα και τα άκρα του στα κράτη-μέλη είναι ατροφικά, μια και η Ε.Ε. δεν μετεξελίχθηκε ποτέ σε κανονική ομοσπονδία. Εμφανίζει, ωστόσο, ένα σημαντικό κίνητρο: η αποδοχή του από τους ευρωπαϊκούς λαούς εξαρτάται από την ανεξαρτησία και την ποιότητα του έργου του.
Αυτή είναι, νομίζω, η βαθύτερη πηγή της γοητείας που μας ασκεί η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία. Προτάσσει δύο χαρακτηριστικά που –δικαίως ή αδίκως– θεωρούμε πως τα έχει κάπως χάσει η ελληνική ποινική Δικαιοσύνη: αμεροληψία και επιδόσεις, όχι στα λόγια, αλλά με αποδείξεις. Κατά τη γνώμη μου, το πρόβλημα δεν βρίσκεται τόσο στην κορυφή -–εκεί εστιάζουν όσοι πολιτικολογούν– αλλά στην καθημερινή λειτουργία της Δικαιοσύνης. Οι μικροαπατεώνες του ΟΠΕΚΕΠΕ στην Κρήτη αθωώνονταν ή δεν διώκονταν καν, χωρίς να χρειάζεται κάποια εξωθεσμική πίεση· απλώς και μόνον γιατί δεν είναι εύκολο να καταδικάσεις κάποιον στην Κρήτη… Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία είναι μακριά από όλα αυτά, ενώ φοράει ακόμη φωτοστέφανο· παραείναι φρέσκια ώστε να έχει ράμματα στη γούνα της. Και έτσι, πάντως, η συμβολή της είναι πολύτιμη. Δεν εννοώ τη μικροπολιτική αξιοποίηση, η οποία λειτουργεί αμφίδρομα: εάν η ανάδειξη σκανδάλων ωφελεί την αντιπολίτευση, η θέση φακέλων στο αρχείο προσδίδει τεκμήριο νομιμότητας στην κυβέρνηση. Σημαντικότερο θεωρώ το θεσμικό παράδειγμα: οι εισαγγελικές διαδικασίες των Ευρωπαίων δημιουργούν στην κοινή γνώμη μεγαλύτερη αίσθηση ασφάλειας και δικαιοσύνης. Μία αίσθηση εξίσου αναγκαία με την ποιότητα των δικαστικών λειτουργών, οι οποίοι εν τέλει προέρχονται από την ίδια μήτρα. Ας μην ξεχνάμε πως η έρευνα των ελληνικών υποθέσεων για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας ανατίθεται κυρίως σε Ελληνες εισαγγελείς που υπηρετούν σε εκείνη και θα καταλήξει ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων. Δεν μας λείπει, λοιπόν, η εμπιστοσύνη στα πρόσωπα, αλλά στους δικούς μας θεσμούς. Ως ένα βαθμό, γιατί χρειάζονται βελτιώσεις, οι οποίες δεν χωρούν να κρυφτούν κάτω από το χαλί. Αλλά και ώς ένα βαθμό διότι το ξένο φαντάζει καλύτερο. Αραγε, οι Ελληνες διαιτητές θα σφύριζαν σωστότερα εάν τους όριζε απευθείας η ΟΥΕΦΑ;
*Ο κ. Γιώργος Δελλής είναι καθηγητής στη Νομική Σχολή της Αθήνας.

