Κάθε φορά που ανοίγω τον υπολογιστή, εδώ στο νησί, για ανάγνωση εφημερίδων, πέφτω σε κάποιο άρθρο για την επιδημία της μοναξιάς. Υπάρχουν πολλοί τρόποι να κάνεις λόγο για την απομόνωση συντάσσοντας ένα κείμενο για άλλο θέμα, χωρίς καν να χρειαστεί να αναφέρεις ότι η κοινωνική απομόνωση αυξάνει κατά 25% το ρίσκο κάποιος να πεθάνει από αυτήν την επόμενη δεκαετία. Διαβάζω για τον εθισμό στα κινητά και στις εφαρμογές που λειτουργούν σαν καταπακτή για τις κοινωνικές συναναστροφές, για το περιοριστικά υψηλό κόστος διαβίωσης, για τα υψηλά ποσοστά διαζυγίων, για τα εξίσου υψηλά ποσοστά όσων, νέων, επιλέγουν τη μη τεκνοποίηση αλλά και το υψηλό πλέον προσδόκιμο ζωής, ένας θρίαμβος ιατρικός που δεν έχει συνυπολογίσει πως μοιάζει μια μακριά διαδρομή χωρίς συντροφιά.
Κι αν όλα αυτά τα αντιστρέφαμε, θα μπορούσαμε κάλλιστα να διαβάζουμε για την άλλη όψη του νομίσματος, τις επαφές και τη φιλία, που αφενός είναι πιο ευχάριστα, αφετέρου ίσως θα έπρεπε να είναι στο επίκεντρο γιατί στο εξής θα βασιζόμαστε για υποστήριξη, όλο και παραπάνω, στη μικρή κοινότητα των φίλων μας. Αυτά σκεφτόμουν παρατηρώντας τα δύο άκρα, την ηλικιακή ομάδα που βρίσκεται ο έφηβος γιος μου και την όγδοη δεκαετία που διανύουν οι γονείς μου. Οι τελευταίοι έχουν διαπιστώσει την ευαλωτότητα του ανθρώπινου σώματος, έχουν αποχαιρετίσει φίλους και η σιωπή, ό,τι μένει, είναι σπαρακτική. Αποκαρδιωτική είναι επίσης η αντικατάσταση των φίλων από την τεχνητή νοημοσύνη, η τελευταία τάση, όπως ενημερώνομαι από τους δεκαπεντάχρονους. Η μοναξιά και των δύο ηλικιακών ομάδων είναι μοιραία, αν και όχι το ίδιο ραγδαία. Οι «φίλοι» της ΑΙ αυξάνουν τη μοναξιά, καθώς ούτε τα chatbots, ούτε, ακόμη, τα παιδιά έχουν προλάβει να αναπτύξουν μυς, τους συναισθηματικούς μυς, που απαιτούν η επαφή και η συνομιλία με πραγματικούς ανθρώπους.
Και η γνώση της συνομιλίας είναι τόσο βασική, θα μου πείτε, αλλά καθόλου δεδομένη. Σύμφωνα με την έρευνα του περιοδικού «Τhe week», το ένα τέταρτο των οικογενειών δεν μιλούν μεταξύ τους στα γεύματα. Και ένα απίθανο 77% τοποθετεί το κινητό τηλέφωνο πάνω στο τραπέζι την ώρα του γεύματος. Και αυτά, φανταστείτε, είναι τα πορίσματα από τις οικογένειες με τα κοινά γεύματα. Η συνομιλία εξασκείται ακόμη και με τους αγνώστους που διασταυρωνόμαστε στη καθημερινότητά μας. Ενώ συνήθως εστιάζουμε στις «στενές σχέσεις», οι ψυχολόγοι επιμένουν να μην υποτιμάμε ακόμη και την «ελάχιστη κοινωνική διάδραση», που είναι ικανή να προσφέρει μεγάλη ικανοποίηση. Το βάθος των συζητήσεων και το βάθος των σχέσεων, το έχω διασταυρώσει, δεν πάνε πάντα χέρι χέρι, υπάρχουν σύντομες κουβέντες με περίσσεια αυθεντικότητα και έμπλεες νοήματος.
Ο αυθορμητισμός για μια σύντομη τυχαία συνομιλία είναι μια καλή επικοινωνιακή άσκηση, κάποιες φορές χρειάζεται να «ακούμε» όχι για να απαντήσουμε, απλώς για να «καταλάβουμε». Είναι μια ταπεινή υπόμνηση ότι υπάρχει, εκεί έξω, εκτενής εσωτερικός κόσμος και διαφορετικές οπτικές γωνίες. Είναι και μια καλή υπενθύμιση για το πώς μοιάζουμε εκτός πλαισίου και αφιλτράριστα. Χρειαζόμαστε όμως το βαθύτερο δέσιμο, τις φιλίες και τους οικογενειακούς δεσμούς. Την οικογένεια τη βρίσκεις και προϋποθέτει αρκετή καλή τύχη και κάμποση υπομονή, κατά την άποψή μου. Τους φίλους δεν τους βρίσκεις, τους κάνεις. Δεν είμαι σίγουρη ότι μπορώ να δώσω έναν ορισμό της φιλίας. Είναι περισσότερο ένστικτο, αίσθηση, τόνος, ρυθμός.
Μεταξύ των παραπάνω ηλικιακών ομάδων που ανέφερα, η ζωή συμβαίνει. Αλλάζουμε χώρες, αλλάζουμε συντρόφους, αλλάζουμε αντικείμενο εργασίας. Ερχονται αναποδιές, απώλειες, ξαφνικοί θάνατοι. Τα κοινωνικά μοτίβα, στη Δύση, μεταβάλλονται. Οι ζωές μας έχουν πάψει να οργανώνονται αποκλειστικά γύρω από την ιδέα της πυρηνικής ομάδας, οι οικογένειες όλο και συρρικνώνονται ή ζουν μακριά, τα διαζύγια αυξάνονται και οι φίλοι παίρνουν τον ρόλο των βιολογικών μελών μιας οικογένειας. Και έτσι, αυτό που μας απομένει είναι οι πιο φιλελεύθερες των δεσμών, οι φιλίες.
Η πραγματική συμφωνία που κάνουμε με τους φίλους μας είναι μια δέσμευση προθυμίας, ακόμη κι αν έχουμε απογοητεύσει, ακόμη κι αν έχουμε απογοητευθεί, να συνεχίζουμε με μικρές πράξεις να προσπαθούμε.
Διάβασα κάτι που μου άρεσε και σας το μεταφέρω. «Οι φιλίες μας έχουν έναν ξεχωριστό ρόλο ανάμεσα στις υπόλοιπες στενές μας σχέσεις. Ο γάμος και η οικογένεια είναι θεσμικές σχέσεις θωρακισμένες από όρκους, υποχρεώσεις, οικονομικές και νομικές συνδιαλλαγές. Αλλες σχέσεις, μεταξύ φοιτητών και καθηγητών ή μεταξύ αφεντικών και υπαλλήλων είναι οριοθετημένες από κάποιους κανόνες. Οι φιλίες δεν είναι έτσι. Οι υποχρεώσεις δεν είναι ξεκάθαρες, οι ευθύνες ασαφείς».
Δεν υπάρχει προσχέδιο φιλίας, δεν είναι μια παγιωμένη κατάσταση, δεν υπάρχει πλάνο. Δεν γνωρίζουμε ούτε πότε ξεκινούν, ούτε πότε θα βαθύνουν, ούτε πότε τροποποιούνται, ούτε πότε φθίνουν χάνοντας τη ζωντάνια τους. Η κάθε φιλία είναι τόσο ιδιαίτερη, που πρέπει να εφεύρουμε τον τρόπο από την αρχή, απαιτεί επένδυση, προσοχή, χρόνο αλλά και τόση –άπειρη– εμπιστοσύνη. Είναι ένα βήμα στο άγνωστο με ό,τι αυτό φέρνει, υποσχέσεις και ελπίδα, καθήκοντα και ενοχές.
Η πραγματική συμφωνία που κάνουμε με τους φίλους μας είναι μια δέσμευση προθυμίας, ακόμη κι αν έχουμε απογοητεύσει, ακόμη κι αν έχουμε απογοητευθεί, να συνεχίζουμε με μικρές πράξεις να προσπαθούμε. Οχι να είμαστε τέλειοι φίλοι, αλλά επαρκώς παρόντες φίλοι. Είναι μια άσκηση επικοινωνίας προφανώς, αλλά και μια διαδικασία διαπραγμάτευσης με τον εαυτό μας, που μετατοπίζεται, μαθαίνει και μεταμορφώνεται.
Η Σιμόν Βέιλ είχε γράψει ότι η φιλία δεν είναι για να την αναζητούμε, να την ονειρευόμαστε, να την επιθυμούμε, είναι για να την εξασκούμε.
*Η κ. Ελεάννα Βλαστού είναι συγγραφέας και ζει στο Λονδίνο.

