Παιδοκτονίες και ταμπλόιντ δημοσιογραφία

3' 22" χρόνος ανάγνωσης

Οι υποθέσεις Πισπιρίγκου, Μουρτζούκου και της Αλγερινής- μετανάστριας που εγκατέλειψε το «νεκρό» (κατ’ αυτήν) παιδί της στη θάλασσα έχουν προκαλέσει το τεράστιο ενδιαφέρον της κοινής γνώμης. Πέρα από το ίδιο το γεγονός της παιδοκτονίας που αποτελεί διαχρονικά μια από τις απεχθέστερες και γι’ αυτό εντυπωσιακότερες μορφές «είδησης», ο παράξενος συγχρονισμός των υποθέσεων αυτών σηματοδοτεί μια ανεξήγητη αποδιάρθρωση της «ιερής» στην Ελλάδα αξίας της μητρότητας, η οποία δεν μπορούσε παρά να στρέψει τα φώτα της δημοσιότητας επάνω τους.

Η εξιχνίαση των ίδιων των εγκλημάτων και η αναζήτηση των αιτιών της εγκληματικής δράσης των σύγχρονων παραδειγμάτων «Μήδειας» οργάνωσαν μια συστηματική προσπάθεια δημοσιογραφικής προβολής κάθε πτυχής των πρωταγωνιστριών. Αλλοτε συμβάλλοντας στη διαλεύκανση των κινήτρων, των αντιφάσεων, των προβληματικών ψυχισμών τους, άλλοτε αναδεικνύοντας τις θεσμικές ή επιχειρησιακές αδυναμίες της πολιτείας να συλλάβει τις μαμάδες «σίριαλ κίλερ» και να προστατεύσει τα μικρά θύματα, άλλοτε αξιοποιώντας όλα τα παραπάνω για μια εντυπωσιοθηρική και πολλές φορές απροκάλυπτη χρησιμοποίησή τους προς άγραν τηλεθέασης-αναγνωσιμότητας.

Υπάρχει μια τάση αποδοκιμασίας του γεγονότος ότι η εγχώρια δημοσιογραφία αξιοποιεί τις υποθέσεις αυτές στη λογική μιας αισθητικής και ηθικής που ταιριάζει στη «ριάλιτι» τηλεόραση ή στη δημοσιογραφία «κίτρινου Τύπου». Ομως αυτή η ξαφνική πτώση από τα σύννεφα, πέρα από κάπως υποκριτική, αδυνατεί να εξηγήσει το όλο φαινόμενο. Η ιστορία της ταμπλόιντ δημοσιογραφίας (διεθνώς και στην Ελλάδα) είναι πολύ μεγάλη και ένα από τα βασικά της χαρακτηριστικά είναι να εγκαλείται σταθερά για αισθητική ή ηθική κατωτερότητα, αντιδιαστελλόμενη απέναντι σε κάποια σοβαρή και δεοντολογικά ευπρεπή δημοσιογραφία. Ο ελιτίστικος συνήθως αποτροπιασμός για τον ηθικό πανικό που διασπείρει έντεχνα ή άτεχνα η ταμπλόιντ δημοσιογραφία είναι σύμφυτος με την εμφάνισή της στα μέσα του 19ου αιώνα. Μέσα στη γενικευμένη καταδίκη της, ελάχιστες φορές σημειώνεται ότι η «σκανδαλοθηρική» ή «λαϊκιστική» δημοσιογραφία είναι μια ακόμη αναπόδραστη παράμετρος της σύγχρονης μαζικής δημοκρατίας, ένα ακόμη νόμισμα του εκδημοκρατισμού της δημόσιας σφαίρας που έχει δύο όψεις.

Ενα από τα σημαντικότερα ζητήματα που παραγνωρίζονται στη δεοντολογική καταγγελία της ταμπλόιντ δημοσιογραφίας είναι ότι αυτή είναι υπεύθυνη για το γεγονός ότι ιδιωτικά θέματα που παραδοσιακά θεωρούνταν εκτός «πολιτικού» ενδιαφέροντος και επικαιρότητας, όπως η οικογενειακή βία, οι ερωτικές σχέσεις και η σεξουαλικότητα, οι ψυχολογικές διαταραχές, βγήκαν από την αφάνεια. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το ελληνικό #MeToo σε μεγάλο βαθμό οφείλει τη βραχύβια επιρροή του σε τηλεοπτικές εκπομπές της πρωινής και της μεσημεριανής ζώνης.

Μπορεί σε αρκετές περιπτώσεις στο παράδειγμα των πρόσφατων παιδοκτονιών να έδειξε η εγχώρια ταμπλόιντ δημοσιογραφία την «αρπαχτική» της διάσταση, που είναι πάντα παρούσα, αλλά ταυτόχρονα συνέβαλε στην κατάδειξη αμελειών ή αρρυθμιών των υπεύθυνων αρχών να επιληφθούν του ρόλου τους, όπως και να γίνει ευρύτερη συζήτηση για το πώς η ενδοοικογενειακή βία, και μάλιστα η βία εναντίον παιδιών, εμφιλοχωρεί στις τάξεις σύγχρονων «λούμπεν» κοινωνικών στρωμάτων. Μια συζήτηση που υπό τον φόβο της πολιτικής ορθότητας για τον στιγματισμό των περιθωριοποιημένων κοινωνικών στρωμάτων αναβάλλεται επ’ αόριστον.

Είναι γνωστό ότι η έμφαση των ταμπλόιντ σε ειδήσεις περί εγκλημάτων ή «σεξουαλικών αποκλίσεων», καθώς και η συχνή χρήση των λέξεων «ντροπή», «αίσχος», «σοκ», «τέρας» στοχεύουν στην ευκρινή διάκριση μεταξύ όσων ανήκουν οργανικά στην ευρύτερη κοινότητα και όσων εξοβελίζονται εκτός αυτής. Πολλές φορές έτσι δημιουργούνται σκληρά στερεότυπα τόσο για τους εγκληματίες όσο και για τις ψυχικές διαταραχές. Ολα αυτά όμως πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι είναι μέρος της λαϊκής κουλτούρας του κοινού της ταμπλόιντ δημοσιογραφίας, το οποίο γνωρίζει ότι αποτελεί αντικείμενο χλευασμού της κριτικής που επικαλείται όρους καλαισθησίας και υψηλών ηθικών ιδανικών. Η επιλογή τους να καταναλώνουν την ταμπλόιντ δημοσιογραφία έρχεται σαν μια αντίδραση στα κριτήρια που θέτουν διανοούμενοι και κοινωνική ελίτ, κριτήρια που συχνά αθωώνουν εμμέσως πλην σαφώς τους φορείς του σύγχρονου εγκλήματος ως άμοιρους ευθύνης (κάτω από τη γενικόλογη εξήγηση ότι η κοινωνία είναι αυτή που γεννάει το έγκλημα).

Η σημερινή αμερικανική κοινωνία αποτελεί πολύ χαρακτηριστική ένδειξη ότι τα σκληρά όρια και οι επιθετικοί όροι κατανόησης του νόμιμου και του παράνομου που θέτει μέρος της λαϊκής κουλτούρας δεν απευθύνεται μόνο στους παραβάτες, αλλά και σε όσους θέλουν να επιβάλουν στα αποσταθεροποιημένα μεσαία στρώματα κανόνες και γλώσσα που τους αποξενώνουν, που διαρρηγνύουν τους βασικούς τους κώδικες για την πρόσληψη του πραγματικού, ηθικού ή ανήθικου.

*Ο κ. Βασίλης Βαμβακάς είναι καθηγητής Κοινωνιολογίας της Επικοινωνίας, ΑΠΘ.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT