Η συνταγματική αναθεώρηση δεν αφορά μόνο τους συνταγματολόγους. Με την ιδιότητα του οικονομολόγου, θα αναφερθώ σε μια σειρά από πολύ κρίσιμα οικονομικοκοινωνικά προβλήματα, που αφενός απορρέουν από την ποιότητα, την αποτελεσματικότητα και την ανθεκτικότητα της Δημοκρατίας μας και αφετέρου την επηρεάζουν. Το αν και ποια από τα ζητήματα αυτά έχουν θέση σε ένα Σύνταγμα και με τι ειδικότερες ρυθμίσεις, είναι θέμα που πράγματι θα κρίνουν οι πιο ειδικοί. Θα πρέπει όμως να απαντηθεί και το παράλληλο ερώτημα, αν τα θέματα αυτά παραμένουν εκτός Συντάγματος για λόγους θεωρίας του δικαίου ή γιατί θα προκαλούσαν δυσφορία σε ισορροπίες συμφερόντων. Θα επισημάνω πέντε σημεία:
1. Το Σύνταγμα αποτελεί κομβικό στοιχείο του θεσμικού πλαισίου της Πολιτείας. Ωστόσο, η βαθμολόγηση της χώρας ως προς τους θεσμούς της και επιμέρους θεσμικούς δείκτες (κράτος δικαίου, αποτελεσματικότητα διακυβέρνησης, διαφθορά κ.ά.), με βάση στοιχεία της Διεθνούς Τράπεζας, σημειώνει αξιοσημείωτη πτώση από το 2005 μέχρι σήμερα και είναι πολύ χαμηλότερη άλλων χωρών.
2. Η οικονομία πολύ λίγο εκπροσωπείται στο Σύνταγμα και οι αναφορές εξαντλούνται σε γενικόλογες αρχές με περιορισμένη αξία, δεδομένου ότι η ερμηνεία και η εφαρμογή τους κινούνται σε απίστευτο εύρος. Για παράδειγμα, το άρθρο 4 προβλέπει ότι οι Ελληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη ανάλογα με τις δυνάμεις τους (δηλαδή ανάλογα με το εισόδημα και την περιουσιακή τους κατάσταση). Επίσης, το άρθρο 24 προβλέπει ότι η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του κράτους.
Τι σχέση έχουν οι διατάξεις αυτές με την πραγματικότητά μας, όταν όλοι γνωρίζουμε πόσο άνισες καταστάσεις κυριαρχούν και πόσο όλες αυτού του είδους οι ρυθμίσεις παραποιήθηκαν ή παρακάμφθηκαν; Παράνομες οικοδομές, πολεοδομικά, δάση, καταστροφές εκτεταμένων περιοχών κάλλους σε νησιά και επαρχία, για να μην αναφερθώ σε άλλα, σημερινά ή προγενέστερα, πολιτικά δυσάρεστα φαινόμενα.
Γιατί έχουν θέση στο Σύνταγμα πομπώδεις διακηρύξεις, κενές περιεχομένου, και άλλες ρυθμίσεις που παραβιάζονται, διαστρέφονται ή αγνοούνται συστηματικά και όχι άλλες που σχετίζονται με πολύ σοβαρά προβλήματα της κοινωνίας μας;
Είναι επιθυμητό να απουσιάζουν συνταγματικές ρυθμίσεις που θα εμπόδιζαν ή έστω θα αποτελούσαν ανάχωμα απέναντι σε φαινόμενα κατάρρευσης; Το 2009 τραντάχτηκε όλη η κοινωνία και το Σύνταγμα παραμένει άφωνο στην εξέλιξη αυτή; Αν είχε ρόλο, θα μπορούσαμε να έχουμε μια καλύτερη εξέλιξη; Δεν γνωρίζω.
Είναι επιθυμητό να είναι το Σύνταγμα ανοικτό σε θέματα που σχετίζονται με μεγάλες απειλές μιας κοινωνίας, π.χ. γήρανση, κλιματική αλλαγή, διαφθορά, κρατική αναποτελεσματικότητα κ.ά.;
Εχουν μεγαλύτερη σημασία θέματα γύρω από τα οποία γίνονται εκτενείς συζητήσεις (π.χ. το σύστημα διορισμού των επικεφαλής των ανωτάτων δικαστηρίων), σε σύγκριση με καταστάσεις όπως η κατάρρευση της χώρας; Θεωρώ ότι η συγκυρία μετά την τελευταία αναθεώρηση του Συντάγματος κάνει σκόπιμο ένα στοχασμό για τις σχέσεις αιτιότητας μεταξύ δημοκρατικών θεσμών και οικονομικής εξέλιξης της χώρας.
Ενας δυσάρεστος αλλά κυνικός αντίλογος στα παραπάνω θα ήταν ότι σε ένα σύστημα όπου παραβιάζονται τόσα, θα παραβιάζονταν και οι ρυθμίσεις που αναφέρθηκαν.
H συγκυρία μετά την τελευταία αναθεώρηση του Συντάγματος κάνει σκόπιμο ένα στοχασμό για τις σχέσεις αιτιότητας μεταξύ δημοκρατικών θεσμών και οικονομικής εξέλιξης της χώρας.
3. Το γενικότερο ερώτημα είναι αν η προστασία της Δημοκρατίας, που είναι και η πεμπτουσία του Συντάγματός μας, πρέπει να είναι θεσμικά τυφλή απέναντι σε εξελίξεις, φαινόμενα και παράγοντες που με βεβαιότητα οδήγησαν ή μπορεί ξανά να οδηγήσουν στην υπονόμευση ή στην ανατροπή της. Σε κάθε εποχή, κάθε κοινωνία αντιμετωπίζει τα δικά της μεγάλα προβλήματα, ευκαιρίες και κινδύνους. Υπάρχουν θεσμικοί συνδυασμοί επιτυχίας, αποτυχίας ή τελμάτωσης. Εκτός όμως από το θεσμικό πλαίσιο υπάρχει και η εφαρμογή. Ο ανθρώπινος παράγοντας μπορεί να κακοποιήσει και το καλύτερο θεσμικό πλαίσιο, όπως και να οδηγήσει σε εξαιρετικά αποτελέσματα, ακόμα και με ένα προβληματικό πλαίσιο. Στη χώρα μας, το ζητούμενο είναι πώς θα ξεφύγουμε από συγκρούσεις με τη λογική και την πραγματικότητα, που μέχρι τώρα το μόνο που διασφάλισαν είναι μια βροντερή και εξευτελιστική «οιονεί πτώχευση», και πώς θα ξεφύγουμε από ξεπερασμένους ή ατελείς θεσμούς, αντιλήψεις και πρακτικές, που έχουν αφανείς, αλλά σοβαρές, επιδράσεις και κρατούν τη χώρα καθηλωμένη.
4. Με αφετηρία όσα προαναφέρθηκαν, υποστηρίζω ότι στο νέο Σύνταγμα υπάρχει ανάγκη για τις εξής προβλέψεις (ενδεικτικά, όχι εξαντλητικά):
• Ανάδειξη του στοιχείου της αποτελεσματικότητας σε παράγοντα που επηρεάζει την ποιότητα της Δημοκρατίας, σε συνδυασμό με την κοινωνική στήριξη. Βλέπουμε πώς η κρίση, η διαφθορά και η αναποτελεσματικότητα στη λειτουργία του κράτους, αλλά και οι αδύναμες επιδόσεις πολλών κυβερνήσεων διεθνώς, οδηγούν πολλές κοινωνίες στην αμφισβήτηση της Δημοκρατίας. Το ζήσαμε και στη χώρα μας. Βλέπουμε πώς σε δύσκολες εποχές εγκαταλείπεται η λογική και ο πραγματισμός και αναδεικνύονται η δαιμονολογία, το παράλογο και άλλες πρακτικές, και πώς έχει τεθεί σε αμφισβήτηση η ικανότητα του δημόσιου δικαίου και των θεσμών να λειτουργήσουν ως ανάχωμα απέναντι σε διαβρωτικές διαδικασίες.
• Ανάδειξη της σημασίας του «δημόσιου αγαθού» για το ευρύτερο συλλογικό συμφέρον. Η έννοια του συλλογικού συμφέροντος, δηλαδή του «δημόσιου αγαθού», έχει περιθωριοποιηθεί, ενώ μεταξύ πολιτικού συστήματος και κοινωνίας διαγράφεται ένα σοβαρό ρήγμα. Σήμερα είμαστε αντιμέτωποι με ισχυρούς συλλογικούς κινδύνους που απαιτούν συνεννόηση και μορφές πολιτικής σύγκλισης, ώστε να μη φτάσουμε ξανά σε διαφορετικές μορφές κρίσης και παρακμής.
• Αναφορά στην αξιοκρατία ως γενική αρχή, έστω και για να παραβιάζεται – όπως τόσες άλλες. Απουσία αξιοκρατίας έχει πολλές κρίσιμες συνέπειες: μετανάστευση, χαμηλή παραγωγικότητα, αδύναμη μεγέθυνση, δημογραφικό. Εκατομμύρια οικογένειες στερούνται πολλά για ένα καλύτερο μέλλον των παιδιών τους. Δεν μπορεί να υπάρχει αδιαφορία.
• Ανάδειξη της αρχής της προνοητικότητας στην κρατική πολιτική, δηλαδή της έγκαιρης λήψης ορισμένων προστατευτικών μέτρων απέναντι σε απειλές που διαγράφονται στον ορίζοντα (κλιματική αλλαγή, γήρανση, προστασία αδύναμων τμημάτων, παιδικής φτώχειας κ.ά.). Αλλες χώρες έχουν θεσμοθετήσει ειδικά ανεξάρτητα όργανα με βασικό αντικείμενο τον προβληματισμό για το αύριο και προτάσεις κατάλληλων πολιτικών προς τις κυβερνήσεις τους, χωρίς να τα κρατούν στην κατάψυξη.
5. Οι απαντήσεις στα θεμελιακά αλλά δύσκολα ζητούμενα δεν μπορούν να δοθούν μεμονωμένα από νομικούς, οικονομολόγους ή πολιτικούς επιστήμονες ή άλλες πολιτικές ή επιστημονικές κοινότητες. Απαιτείται μια μεγάλη σύνθεση και μια μεγάλη υπέρβαση, την οποία το σημερινό σύστημα δεν φαίνεται ικανό ή διατεθειμένο να επιτελέσει. Οπως έχει λεχθεί, ίσως τέτοιες σκέψεις είναι απλώς μια χίμαιρα. Ομως, η πραγματικότητα αλλάζει όταν κάποιες χίμαιρες αρχίσουν να παίρνουν υπόσταση και μετατρέπονται σε πράξη.
*Ο κ. Τάσος Γιαννίτσης είναι ομότιμος καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών.

