Η πρόσφατη διακοπή της δημόσιας χρηματοδότησης των Ηνωμένων Πολιτειών για την έρευνα, την παραγωγή και την εξέλιξη εμβολίων mRNA, θα έχει σοβαρές συνέπειες για την ανάπτυξη καινοτόμων εργαλείων αντιμετώπισης ασθενειών, αφήνοντας ανεκμετάλλευτα σημαντικά επιστημονικά επιτεύγματα, ενώ η παγκόσμια κοινότητα θα είναι λιγότερο προετοιμασμένη για μελλοντικές πανδημίες. Το πλήγμα δεν αφορά μόνο την τεχνολογία mRNA, αλλά την ίδια την εμπιστοσύνη των πολιτών στην επιστήμη και την ιατρική.
Για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος του προβλήματος, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε πώς λειτουργούν τα εμβόλια γενικά, και πού διαφοροποιούνται τα εμβόλια mRNA. Σε όλες τους τις μορφές, τα εμβόλια αποτελούν τεράστια επιστημονική κατάκτηση: λειτουργούν ως εκπαιδευτικά εργαλεία για το ανοσοποιητικό μας σύστημα, μαθαίνοντάς του πώς να αναγνωρίζει και να εξουδετερώνει παθογόνους μικροοργανισμούς, προτού αυτοί προκαλέσουν σοβαρή νόσο. Αυτό επιτυγχάνεται, παραδοσιακά, με την έγχυση ενός ανενεργού ή εξασθενημένου τμήματος του παθογόνου, όπως μια πρωτεΐνη ή ακόμη και ολόκληρος ο ιός σε εξουδετερωμένη μορφή. Αντίθετα, η βασική αρχή των εμβολίων mRNA είναι ότι δεν περιέχουν το παθογόνο ή κάποια πρωτεΐνη του, όπως συνέβαινε με τα παραδοσιακά εμβόλια. Η τεχνολογία mRNA εισάγει μια εντελώς νέα προσέγγιση, που βασίζεται στην αξιοποίηση του αγγελιοφόρου (messenger) RNA, ενός μορίου που φέρει τις γενετικές οδηγίες για την παραγωγή πρωτεϊνών. Στην περίπτωση των εμβολίων κατά της νόσου COVID, το μόριο mRNA περιλαμβάνει την πληροφορία για την παραγωγή μιας πρωτεΐνης του ιού, συνήθως της πρωτεΐνης-ακίδας του SARS-CoV-2. Οταν το εμβόλιο εισέρχεται στο σώμα, τα κύτταρά μας χρησιμοποιούν το mRNA για να παραγάγουν αυτήν την, από μονή της, ακίνδυνη πρωτεΐνη. Το ανοσοποιητικό μας σύστημα την αναγνωρίζει ως ξένη και μαθαίνει πώς να την καταπολεμά. Το ίδιο το αρχικό mRNA του εμβολίου αποδομείται πολύ γρήγορα μετά τη δράση του.
Η τεχνολογία αυτή είναι όχι μόνο ασφαλής, αλλά και εξαιρετικά ευέλικτη, επιτρέποντας την ταχεία ανάπτυξη νέων εμβολίων για διαφορετικά παθογόνα ή νέες παραλλαγές του ίδιου ιού. Αυτή η δυνατότητα αποδείχθηκε κρίσιμη κατά την πανδημία της COVID, όταν η επιστημονική κοινότητα κατάφερε, σε λιγότερο από ένα χρόνο, να δημιουργήσει και να διανείμει παγκοσμίως εμβόλια που έσωσαν εκατομμύρια ζωές.
Παρότι η τεχνολογία αυτή φάνηκε να αναδύεται «ξαφνικά», ως απάντηση στην πανδημία, η αλήθεια είναι ότι βασίστηκε σε πάνω από τριάντα χρόνια θεμελιώδους/βασικής έρευνας. Ηδη από τη δεκαετία του 1990, επιστήμονες προσπαθούσαν να χρησιμοποιήσουν το mRNA ως θεραπευτικό εργαλείο, αλλά αντιμετώπιζαν σοβαρά εμπόδια, κυρίως την ασταθή φύση του μορίου και τις ισχυρές ανοσολογικές αντιδράσεις που προκαλούσε. Η ουσιαστική πρόοδος έγινε το 2005, όταν η βιοχημικός Κάταλιν Κάρικο και ο ανοσολόγος Ντρου Γουάισμαν ανακάλυψαν τρόπους να τροποποιούν το mRNA έτσι ώστε να γίνεται ανεκτό από το ανθρώπινο σώμα χωρίς να προκαλεί επικίνδυνες φλεγμονές. Αυτές οι τροποποιήσεις επέτρεψαν την ασφαλή χορήγηση mRNA σε ζωντανούς οργανισμούς και άνοιξαν τον δρόμο για τη δημιουργία μιας νέας πλατφόρμας εμβολίων. Επιπλέον, η πρόοδος στη νανοτεχνολογία και η ανάπτυξη λιπιδικών νανοσωματιδίων που προστατεύουν και μεταφέρουν το mRNA στα κύτταρα ήταν εξίσου καθοριστικές. Χάρη σε αυτή τη σωρευτική γνώση, όταν προέκυψε η ανάγκη για ένα νέο εμβόλιο κατά του SARS-CoV-2 το 2020, η επιστημονική κοινότητα δεν ξεκίνησε από το μηδέν. Γι’ αυτό και τα πρώτα εμβόλια mRNA σχεδιάστηκαν μέσα σε λίγες μόλις ημέρες μετά τη δημοσίευση της γενετικής αλληλουχίας του ιού. Το επίτευγμα αυτό δεν είχε προηγούμενο στην ιστορία της ιατρικής.
Η τεχνολογία mRNA δεν περιορίζεται στην αντιμετώπιση της νόσου COVID. Ηδη βρίσκονται σε εξέλιξη μελέτες και δοκιμές για την ανάπτυξη εμβολίων mRNA κατά της εποχικής γρίπης, του HIV, της ελονοσίας και διαφόρων μορφών καρκίνου. Η δυνατότητα τροποποίησης του mRNA για να στοχεύει συγκεκριμένα αντιγόνα καθιστά αυτήν την τεχνολογία μια πλατφόρμα με σχεδόν απεριόριστες εφαρμογές στη σύγχρονη ιατρική. Σε μια εποχή όπου οι απειλές για τη δημόσια υγεία γίνονται όλο και πιο σύνθετες, από τις πανδημίες και την κλιματική αλλαγή, μέχρι την ανθεκτικότητα των μικροβίων στα αντιβιοτικά, χρειαζόμαστε περισσότερο από ποτέ τέτοια εξελιγμένα εργαλεία. Το να μην επενδύουμε στην έρευνα για την ανάπτυξη και τη βελτιστοποίησή τους μπορεί να αποβεί καταστροφικό.
*Ο κ. Νεκτάριος Ταβερναράκης είναι καθηγητής Μοριακής Βιολογίας Συστημάτων στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης και πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Διάσκεψης Μοριακής Βιολογίας (EMBC).

