Λατρεύω τον Θανάση Αντετοκούνμπο. Κάνω σαν χαζή μαζί του. Εχω πάει στο γήπεδο μόνο και μόνο για να τον δω από μακριά. Και για μια περίοδο είχα μπει στη λαγουδότρυπα του να παρακολουθώ σχεδόν ό,τι έκανε, ακόμη κι αν ήταν διαφήμιση οδοντόκρεμας (αυτό, εντάξει, μου πέρασε). Ο Θανάσης κι εγώ έχουμε την ίδια ηλικία και σχεδόν καμία άλλη ομοιότητα. Αυτός ζει κάτι που στο χωριό μου θα λέγαμε «ζωάρα», με ιδιωτικά τζετ και λεφτά και πολλές προπονήσεις. Εγώ ταξιδεύω στην πτήση της γραμμής, ζω στο νοίκι και με το ζόρι βγάζω λίγα χιλιόμετρα στο τρέξιμο για λόγους υγείας.
Ωστόσο, το πράγμα δεν ήταν πάντα τόσο άνισο. Ο Θανάσης ξεκίνησε από χαμηλά και έχτισε μία καριέρα με σκληρή δουλειά και συγκινητική, αδάμαστη επιμονή. Μεγάλωσε στα Σεπόλια χωρίς τίποτα. Μεγάλος αδελφός του Γιάννη και γιος μιας μάνας που τα έβγαζε δύσκολα πέρα. Στήριξε την οικογένεια. Σ’ ένα κουραστικά ρατσιστικό και κομπλεξικό μέρος, τ’ αδέλφια δεν έχασαν το χαμόγελό τους. Ούτε η μαμά.
Ο Κώστας Αντετοκούνμπο γεννήθηκε το 1997 στην Ελλάδα. Πήρε την ελληνική ιθαγένεια μόλις το 2016 κι ενώ η διεθνής καριέρα του Γιάννη είχε ξεκινήσει κι η χώρα μπορούσε πια να είναι περήφανη γι’ αυτά τα παιδιά που μέχρι πρότινος δεν θεωρούσε πολίτες της. Η ίδια χώρα, αρκετά χρόνια μετά, κατασυκοφαντεί όσους θέλουν να χτίσουν μια ζωή εδώ ερχόμενοι απ’ αλλού.
Ο Γιάννης, με το τεράστιο χαμόγελό του, κάθε καλοκαίρι ζει το όνειρο στην Ελλάδα όπου επιστρέφει, πλούσιος και επιτυχημένος, επειδή είναι το σπίτι του και ολοφάνερα αγαπάει τον τόπο. Με συγκινεί η ιδέα πως ένας πρώην φτωχός κάτοικος Αθηνών ζει έτσι – σπανίως η ζωή προσφέρει τέτοιες ανατροπές στην πλοκή. Κι ενώ συνήθως η επίδειξη πλούτου στις διακοπές μάς υπενθυμίζει τις κραυγαλέες εισοδηματικές ανισότητες στις οικονομίες που πλαισιώνουν τη ζωή μας, οι αναρτήσεις του Γιάννη από τις πολυτελείς βόλτες του με σκάφος στην Ελλάδα έχουν κάτι από θεϊκή δικαιοσύνη (νομίζω δεν θα σταματήσω ποτέ να χαίρομαι που μιλάει αγγλικά με ακομπλεξάριστη ελληνική προφορά).
Η οικογένεια Αντετοκούνμπο επενδύει συστηματικά, υλικά και συναισθηματικά, στη χώρα, ενώ η παρουσία της στην εθνική ομάδα μπάσκετ σηκώνει την ομάδα ψηλά. Νομίζω χρειαζόμαστε περισσότερους τέτοιους Ελληνες. Αυτό το είδος του ήσυχου πατριωτισμού που υποδηλώνει μια χώρα λιγότερο κομπλεξική, φοβική, κλειστή και ομοιογενή. Λιγότερο βαρετή και φτωχή σε εμπειρίες, ταλέντα ή τρόπους θέασης του κόσμου. Μια χώρα που όσοι τη βλέπουν δεν λένε «Θεέ μου, τι κόλαση», αλλά ζηλεύουν, παθαίνουν κοκομπλόκο και σκέφτονται «μακάρι να ζούσα κι εγώ εκεί, σ’ αυτό το μέρος!».
Ωστόσο, η χώρα, όπως και στο παρελθόν (βλ. 2015), επενδύει στην ιδέα πως όποιος δεν θέλει μπορεί να φύγει. Επενδύει στην αναγκαιότητα ή στο συναίσθημα αντί να επενδύσει στους ανθρώπους της (τους οποίους ανεξαρτήτως χρώματος διώχνει συστηματικά προς πλουσιότερες και λιγότερο ομοιογενείς μητροπόλεις). Υπονοείται, έτσι, δυστυχώς, πως ο τύπος πατριωτισμού που την ενδιαφέρει, τουλάχιστον σε επίπεδο οργανωμένης πολιτείας, είναι ο φθηνός εθνικισμός της παράνοιας που, κατά κανόνα, δεν οδηγεί σε πνευματικό και υλικό πλούτο, αλλά σε φτώχεια, μιζέρια και διαρροή εγκεφάλων.
Πέρσι, σχεδόν τέτοιον καιρό, επισκέφτηκα στην Αθήνα την έκθεση space of togetherness (διοργάνωση ΝΕΟΝ), που διερευνούσε το ζήτημα των μετακινήσεων και της συνύπαρξης. Σε μία εγκατάσταση βίντεο, στο πλαίσιο του συνεχιζόμενου καλλιτεχνικού εγχειρήματος Afrogreeks, μιλούσαν Αφροέλληνες. Κάποιοι μάλιστα αμφισβητούσαν τη σημασία του όρου – προτιμούσαν σκέτο Ελληνας ή Ελληνας από τη Νιγηρία.
Αυτό που με συγκίνησε δεν ήταν η ζωή τους στην Κυψέλη ή η επισφαλής συνθήκη τους με τη γραφειοκρατία, τα ταξιδιωτικά έγγραφα, την ιθαγένεια κ.λπ. Αυτά τα γνώριζα, και μου είχαν ήδη φέρει ντροπή στο παρελθόν. Ο τρόπος που μιλούσαν ελληνικά, όμως, αυτό μου προσέφερε δονήσεις ευχαρίστησης, καθώς ξεδιπλωνόταν το βίντεο όπου διάφοροι άνθρωποι έλεγαν με χιούμορ και επιμονή την ιστορία τους. Ενιωθα τη γλώσσα ν’ απλώνει για να σκεπάσει την εμπειρία τους και τη χώρα να γίνεται κάτι μεγαλύτερο, πιο συναρπαστικό.

