Μια ετερόδοξα ορθολογική αγορά

3' 17" χρόνος ανάγνωσης

Με αφορμή την έγκριση αγοράς του μαχητικού Eurofighter από την Τουρκία, επανέρχεται το ευρύτερο και συχνά παρεξηγημένο ερώτημα για το τι σημαίνει πραγματικά μια εξοπλιστική επιλογή στις διεθνείς σχέσεις. Η αγορά ενός οπλικού συστήματος δεν είναι απλώς επιχειρησιακή ενίσχυση· συνιστά ταυτόχρονα πολιτική, πολιτισμική και στρατηγική δέσμευση. Στην περίπτωση της Τουρκίας, αυτό έχει πολλαπλές συνέπειες για τη Δύση και για την Ελλάδα.

Η απόκτηση ενός συστήματος δεν περιορίζεται στις τεχνικές του δυνατότητες. Συνεπάγεται, άμεσα ή έμμεσα, την υιοθέτηση στοιχείων της πολιτικοστρατιωτικής κουλτούρας της χώρας προέλευσης. Η αγορά εξοπλισμών συνεπάγεται δεκαετίες επαφών μεταξύ πολιτικών, τεχνοκρατών και στρατιωτικών για εκπαίδευση και υποστήριξη. Οι συνεχείς αυτές επαφές οδηγούν, με τον χρόνο, σε εμβάθυνση διακρατικών δεσμών.

Με αυτή την αγορά η Τουρκία επιβεβαιώνει τον ευρωατλαντικό και νατοϊκό της προσανατολισμό. Σε περίοδο γεωπολιτικών ανακατατάξεων, η εναλλακτική θα ήταν η προμήθεια αεροσκαφών από δυνάμεις όπως η Κίνα. Προφανώς, ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν θα συνέφερε την Ελλάδα και θα οδηγούσε σε μεγαλύτερη αποσταθεροποίηση.

Πρέπει η Ελλάδα να χαίρεται γι’ αυτή την αγορά; Οχι βέβαια. Η απόκτηση Eurofighter μειώνει το ποιοτικό χάσμα στην αεροπορία, το οποίο μέχρι πρόσφατα έγερνε σαφώς υπέρ μας. Ωστόσο, η Ελλάδα διατηρεί το τεχνολογικό πλεονέκτημα. Εχει ήδη τα Rafale, τα αξιοποιεί επιχειρησιακά και βρίσκεται σε τροχιά απόκτησης των F-35, εισερχόμενη στην 5η γενιά. Ο εκσυγχρονισμός του στόλου των F-16 σε διαμόρφωση Viper την κατατάσσει στις λίγες χώρες του ΝΑΤΟ με τέτοια δυνατότητα.

Αυτό που οφείλει να πράξει η Ελλάδα είναι να συνεχίσει, με συστηματικότητα και επιμονή, την προσπάθεια να καθυστερήσει ή ακόμη και να αποκλείσει την επανένταξη της Τουρκίας στο πρόγραμμα των F-35. Πρόκειται για ένα στρατηγικό ζήτημα πρώτης γραμμής, καθώς η άμεση απόκτηση μαχητικών 5ης γενιάς από την Αγκυρα θα άλλαζε σημαντικά τους όρους της εναέριας ισορροπίας.

Η εκτίμησή μας είναι ότι η Τουρκία, μακροπρόθεσμα, θα αποκτήσει τελικά τα F-35 για λόγους συμμαχικής ισορροπίας και διατήρησης της νατοϊκής κουλτούρας που αναλύθηκε παραπάνω.

Ας μην ξεχνάμε ότι η Τουρκία είναι μια χώρα με τεράστια πληθυσμιακή δυναμική και διαθέτει έναν από τους μεγαλύτερους στρατούς στο ΝΑΤΟ, με αποδεδειγμένη μάχιμη εμπειρία, κάτι που δεν ισχύει στον ίδιο βαθμό για τις ελληνικές Ενοπλες Δυνάμεις. Το γεγονός, λοιπόν, ότι η Ελλάδα, εξερχόμενη από μια βαθιά δημοσιονομική κρίση, κατάφερε να εξισορροπήσει και να αποκτήσει σαφές πλεονέκτημα στον αεροπορικό τομέα και σύντομα και στον ναυτικό, συνιστά αληθινό κατόρθωμα.

Η απόκτηση Eurofighter από την Τουρκία μειώνει το ποιοτικό χάσμα στην αεροπορία, το οποίο μέχρι πρόσφατα έγερνε σαφώς υπέρ μας. Ωστόσο, η Ελλάδα διατηρεί το τεχνολογικό πλεονέκτημα.

Δεν πρέπει, επομένως, να υποτιμάμε τις εθνικές μας προσπάθειες. Αντιθέτως, θα πρέπει να συνεχίσουμε με συνέπεια και σοβαρότητα, υιοθετώντας μια εξωτερική πολιτική με μακροσκοπική στρατηγική αντίληψη, καθώς και μια νέα πολιτική οικονομίας της ασφάλειας, στηριγμένη στη λογική του κόστους – οφέλους. Μια πολιτική που δεν εγκλωβίζεται σε βραχυχρόνιους σχεδιασμούς ή στιγμιαίες εντυπώσεις.

Αν η Ελλάδα επιδιώκει αντιπαράθεση σε όρους σκληρής ισχύος, η υπεροχή στα μαχητικά και στις φρεγάτες δεν αρκεί. Χρειάζεται κοινωνική και πολιτική συνειδητοποίηση ότι θα απαιτηθούν ακόμη μεγαλύτερες και μακροχρόνιες θυσίες, ίσως και το κόστος ενός πολέμου.

Κάθε επιλογή έχει ένα trade-off. Αν θέλουμε την Τουρκία προσηλωμένη στο διεθνές δίκαιο, πρέπει να μείνει στη Δύση. Και για να μείνει στη Δύση πρέπει να έχει πρόσβαση στα αγαθά της.

Η Δύση δεν πρέπει να διαπράξει το σφάλμα να «χάσει» την Τουρκία. Η Αγκυρα είναι κρίσιμος εταίρος και για το ΝΑΤΟ και για την Ευρώπη. Αυτό η ελληνική εξωτερική πολιτική δεν μπορεί και δεν πρέπει να το αγνοήσει. Η Τουρκία είναι παράγοντας που θα συνεχίσει να υπάρχει και να διαδραματίζει ρόλο, θετικό ή αρνητικό, ανάλογα με τις επιλογές των υπολοίπων δρώντων.

Η Ελλάδα οφείλει να πορεύεται με πλήρη επίγνωση αυτής της πραγματικότητας. Η Τουρκία μπορεί να αποδειχθεί όχι μόνο διαχειρίσιμη, αλλά και δυνητικά ωφέλιμη, εφόσον παραμείνει προσηλωμένη σε έναν δυτικό και νατοϊκό προσανατολισμό, δηλαδή έναν προσανατολισμό που, παρά τις φαινομενικές παραδοξότητες, λειτουργεί σταθεροποιητικά και για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

*Ο κ. Παναγιώτης Παλαιός είναι πλωτάρχης (ε.α.) Π.Ν., καθηγητής Οικονομικών της Ασφάλειας στο Deree – The American College of Greece, πρώην οικονομικός σύμβουλος υφυπουργού Εθνικής Αμυνας (2019-2022).

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT