Η κυβέρνηση ήλπιζε ότι η ψήφιση της τροπολογίας για το μεταναστευτικό, που προβλέπει την αναστολή εξέτασης αιτημάτων ασύλου για όσους φτάνουν στη χώρα μας από τη βόρεια Αφρική, θα δρομολογούσε και τη σταδιακή αποκλιμάκωση του προβλήματος. Αντ’ αυτού, η ομοβροντία συνεχίζεται.
Πρόσφατα έγινε γνωστό ότι οι υπάλληλοι των υπηρεσιών ασύλου και πρώτης υποδοχής του υπουργείου Μετανάστευσης αρνούνται να υπογράψουν τις πράξεις απόρριψης, όπως η τροπολογία προβλέπει. Θεωρούν ότι η ομαδόν άρνηση χορήγησης ασύλου αντιβαίνει στις επιταγές της διεθνούς συνθήκης για το άσυλο, που επιβάλλει την εξέταση κάθε αιτήματος εξατομικευμένα και συνεπώς παραβιάζει την αρχή της νομιμότητας και εκθέτει σε κίνδυνο και τους ίδιους. Το ίδιο πρόβλημα είχαν επισημάνει και σειρά εγχώριων και διεθνών φορέων, από την Υπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ έως τον Συνήγορο του Πολίτη. Η κυβέρνηση δικαιολογεί την κατ’ εξαίρεσιν αναστολή επικαλούμενη συνθήκες έκτακτης ανάγκης λόγω της δραματικής αύξησης των μεταναστευτικών ροών. Το επιχείρημα είναι αρκετά επισφαλές. Εγκριτοι νομικοί, όπως ο κ. Βενιζέλος και ο κ. Γεραπετρίτης, διαφωνούν για το κατά πόσο πράγματι συντρέχουν συνθήκες έκτακτης ανάγκης, τέτοιες που να δικαιολογούν την αναστολή του δικαιώματος στο άσυλο. Μα, απαντά η κυβέρνηση, παρόμοιες τακτικές είχαν εφαρμοστεί και το 2020 στον Εβρο.
Δυστυχώς, αυτή η επιχειρηματολογία παραβλέπει μία βασική διαφορά ανάμεσα στη σημερινή κρίση και σε αυτήν του 2020. Η Λιβύη, προς την οποία πιθανώς θα επαναπροωθούμε όσους φτάνουν στην Κρήτη, είναι μία χώρα σε εμφύλιο πόλεμο όπου εσωτερικοί αντίπαλοι και ξένοι μετανάστες υποβάλλονται συστηματικά σε βασανιστήρια. Μπροστά της, η Τουρκία του Ερντογάν, που δεχόταν τους μετανάστες το 2020, φαντάζει όαση ανθρωπισμού. Ο κίνδυνος βασανιστηρίων δεν αλλάζει απλά τον ηθικό μας γνώμονα, αλλά και τη νομική αντιμετώπιση. Συγκεκριμένα, το άρθρο 3 της διεθνούς συνθήκης κατά των βασανιστηρίων απαγορεύει την προώθηση ατόμου σε χώρα όπου πρόκειται να βασανιστεί. Η απαγόρευση είναι τόσο ευρεία, που εφαρμόζεται ακόμη και κατά της έκδοσης εγκληματιών που έχουν καταδικαστεί τελεσίδικα και εκτίουν βαριές ποινές – πόσο μάλλον για μετανάστες που απλώς δεν τους χορηγείται άσυλο. Και βεβαίως, δεν προβλέπεται εξαίρεση στην απαγόρευση, ακόμη και σε συνθήκες έκτακτης ανάγκης, τρομοκρατικής επίθεσης ή και πολέμου. Αντίστοιχες απαγορεύσεις κατά των βασανιστηρίων υπάρχουν και σε πολλά συντάγματα ανά τον κόσμο, όπως και στην Ελλάδα. Με άλλα λόγια, είτε χαρακτηρίσουμε την κατάσταση στην Κρήτη ως εν δυνάμει έκτακτη ανάγκη, όπως προσεκτικά διατυπώνει ο κ. Γεραπετρίτης, είτε ως εισβολή, όπως με οίστρο την αποκαλεί ο κ. Πλεύρης, δεν θα βρούμε νομικό έρεισμα.
Με βασικές διατάξεις (του νέου Συμφώνου Μετανάστευσης – άρθρα 7-15) ήδη σε ισχύ από το 2024, πρέπει να ζητήσουμε ευρωπαϊκή βοήθεια βάσει αυτού του καθιερωμένου πλαισίου αλληλεγγύης.
Η διεθνής συνθήκη κατά των βασανιστηρίων ήταν το νομικό κώλυμα που, το 2024, εμπόδισε την κυβέρνηση Μελόνι να εφαρμόσει σχέδιο επαναπροώθησης μεταναστών στη Λιβύη, το οποίο κρίθηκε παράνομο από ανώτατο δικαστήριο της Ιταλίας. Η κατάσταση στη Λιβύη είναι γνωστή από καιρό και δεν δείχνει σημάδια βελτίωσης. Αλλεπάλληλες εκθέσεις διεθνών φορέων για τη χώρα, όπως της Διεθνούς Αμνηστίας το 2020 ή του Human Rights Watch του 2023, τεκμηριώνουν παράνομες εξαφανίσεις, βασανιστήρια, αυθαίρετες κρατήσεις και κάθε μορφής βία. Ηδη από το 2012 το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου είχε απαγορεύσει παμψηφεί στην Ιταλία να στείλει εκεί μετανάστες και πρόσφυγες. Και πάλι το Δικαστήριο είχε στηριχθεί στην απαγόρευση κατά των βασανιστηρίων, αναγνωρίζοντάς την ως βασικό κανόνα αναγκαστικού δικαίου που δεν υπόκειται σε αναστολή υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Μάλιστα, το Δικαστήριο είχε τότε κρίνει ότι, πέραν της Λιβύης, η απαγόρευση ισχύει και για χώρες όπως η Ερυθραία και η Σομαλία.
Ποια λύση απομένει λοιπόν στην κυβέρνηση; Οι μεταναστευτικές ροές συνεχίζουν να αυξάνονται, να αναστατώνουν τις τοπικές κοινωνίες και να απαιτούν όλο και περισσότερους πόρους, τόσο υλικούς όσο και ανθρώπινους. Ευτυχώς για εμάς υπάρχει και μια άλλη αλλαγή ανάμεσα στο 2020 και στο 2025, πολύ πιο θετική αυτή τη φορά. Μετά την εμπειρία της μεταναστευτικής κρίσης των πρόσφατων ετών, η Ε.Ε. υιοθέτησε ένα νέο Σύμφωνο Μετανάστευσης, τμήμα του οποίου είναι και ο Κανονισμός (Ε.Ε.) 2024/1351. Το Σύμφωνο καθιερώνει μόνιμο μηχανισμό αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών-μελών και σαφείς κανόνες για την αξιολόγηση αιτήσεων διεθνούς προστασίας. Με βασικές διατάξεις (άρθρα 7-15) ήδη σε ισχύ από το 2024, πρέπει να ζητήσουμε ευρωπαϊκή βοήθεια βάσει αυτού του καθιερωμένου πλαισίου αλληλεγγύης. Αντί να συνεργαζόμαστε με Λίβυους πολέμαρχους που εμποδίζουν την είσοδο σε Ελληνες διαμεσολαβητές, είναι προτιμότερο να αναζητήσουμε στήριξη από θεσμούς που έχουν ήδη δεσμευθεί ότι θα την παρέχουν.
*Η κ. Κατερίνα Λινού είναι καθηγήτρια Διεθνούς Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας, Μπέρκλεϊ.

