Κάθε συζήτηση για φυλακές δεν μπορεί παρά να είναι άχαρη και δυσάρεστη. Αναγνωρίζουμε ότι είναι απαραίτητες, καθώς καμία οργανωμένη κοινωνία δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς κανόνες και μηχανισμό επιβολής κυρώσεων. Αλλά αντιλαμβανόμαστε ταυτόχρονα γιατί οι φυλακές αποτελούν τον σκοτεινό καθρέφτη μιας κοινωνίας. Ο Οσκαρ Ουάιλντ, αμέσως μετά την αποφυλάκισή του, στο ποίημα «Η Μπαλάντα της φυλακής του Ρέντιν» (1898), μας θυμίζει πως κάθε φυλακή που χτίζεται, χτίζεται με τα τούβλα της ντροπής (that every prison that men build / is built with bricks of shame). Ομως η στέρηση της ελευθερίας δεν αποτελεί τη μόνη δυνατή απάντηση στο έγκλημα, ούτε, πάντοτε, την πιο αποτελεσματική. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι το βασικό ερώτημα δεν είναι πόσες φυλακές χρειαζόμαστε, αλλά τι είδους κοινωνία θέλουμε να οικοδομήσουμε.
Για να αξιολογήσουμε την ποιότητα μιας φιλελεύθερης δημοκρατίας, ενός κράτους δικαίου, τον βαθμό ελευθερίας και δικαιοσύνης, θα πρέπει να θέσουμε το ερώτημα με τους όρους του μεγάλου Ισραηλινού φιλόσοφου Αβισάι Μαργκαλίτ («Η αξιοπρεπής κοινωνία», 1996): μια κοινωνία είναι αξιοπρεπής όταν οι θεσμοί της δεν εξευτελίζουν τους πολίτες της, όταν δεν τους στερούν τον αυτοσεβασμό. Η αξιοπρεπής κοινωνία είναι, ιδίως, αυτή που δεν ταπεινώνει τα αδύναμη μέλη της.
Υπάρχουν κάποια χαρακτηριστικά, σε κάθε κοινωνία, που είναι ενδεικτικά της ποιότητας των θεσμών της: η θέση της γυναίκας και η προστασία των μειονοτήτων, ο βαθμός ελευθερίας της έκφρασης και ανεξαρτησίας του Τύπου, η ισότητα των ευκαιριών, η αποτελεσματικότητα του κράτους πρόνοιας στη μείωση της φτώχειας και βέβαια η κατάσταση των φυλακών της.
Η Ελλάδα αντιμετωπίζει χρόνιο πρόβλημα υπερπληθυσμού και απαρχαιωμένων υποδομών. Επιτροπές του Συμβουλίου της Ευρώπης έχουν επισημάνει τις αναξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης. Επομένως, καλώς η κυβέρνηση ετοίμασε ένα πενταετές σχέδιο με δύο πυλώνες. Ο πρώτος είναι ιδιαίτερα δυσάρεστος: θα δημιουργηθούν 6.800 επιπλέον θέσεις κράτησης σε οκτώ νέα σωφρονιστικά καταστήματα. Αυτό κρίνεται απαραίτητο, όχι μόνο γιατί οι υπάρχουσες φυλακές είναι συχνά άθλιες αλλά και για να αντιμετωπιστεί το χρόνιο πρόβλημα του υπερπληθυσμού καθώς ταυτόχρονα εκτιμάται ότι οι κρατούμενοι θα αυξηθούν στους 14.000-14.500 στα επόμενα χρόνια. Ομως αυτή η αύξηση θα οφείλεται, μεταξύ άλλων, σε μια πολιτική επιλογή, στην αυστηροποίηση του Ποινικού Κώδικα. Επομένως, περισσότεροι κατάδικοι θα εκτίουν ποινές εγκλεισμού και για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, διογκώνοντας τον πληθυσμό των κρατουμένων. Με άλλα λόγια, η Πολιτεία επέλεξε μια τιμωρητική ποινική πολιτική, η οποία αναπόφευκτα αυξάνει την ανάγκη για περισσότερες θέσεις στις φυλακές.
Ομως αυτή η πολιτική είναι λανθασμένη διπλά: κατ’ αρχάς γιατί σε μια φιλελεύθερη δημοκρατία, η ποινική δικαιοσύνη δεν αποσκοπεί στην τιμωρία και στην εκδίκηση αλλά στην προστασία της κοινωνικής ειρήνης. Η ποινή οφείλει να λειτουργεί αποτρεπτικά, ως παραδειγματισμός για το κοινωνικό σύνολο και ειδική πρόληψη για τον ίδιο τον εγκληματία. Το σύστημα σωφρονισμού θα πρέπει να έχει στόχο την επανένταξη του δράστη, η επιβολή ποινών οφείλει να σέβεται απολύτως τα δικαιώματα του κατηγορουμένου, η δε ποινή πρέπει να είναι ανάλογη της βαρύτητας του εγκλήματος. Ο σεβασμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας των κρατουμένων δεν είναι διαπραγματεύσιμη αρχή. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι φυλακές σε μια φιλελεύθερη κοινωνία αποτελούν έσχατο μέσο και όχι τον πρωταρχικό μηχανισμό κοινωνικού ελέγχου.
Το ζητούμενο δεν είναι ένα κράτος που φυλακίζει περισσότερους, αλλά ένα κράτος στο οποίο λιγότεροι άνθρωποι επιλέγουν το έγκλημα.
Επιπλέον, η οικονομική θεωρία αλλά και η διεθνής εμπειρία έχουν δείξει πως η αυστηροποίηση των ποινών –όπως η αύξηση των ανώτατων ορίων κάθειρξης ή η κατάργηση της αναστολής για μικρές ποινές– έχει μακροπρόθεσμα μικρή αποτρεπτική επίδραση και μάλιστα με φθίνουσα απόδοση, εάν δεν συνδυαστεί με υψηλή πιθανότητα σύλληψης. Εχει παρατηρηθεί πως η οικοδόμηση νέων φυλακών οδηγεί σε φαύλο κύκλο: μόλις υπάρξει διαθέσιμη χωρητικότητα, το σύστημα τείνει να την αξιοποιεί με αυστηρότερες ποινές για περισσότερα αδικήματα. Ετσι, οι φυλακές αυξάνονται αλλά η εγκληματικότητα δεν μειώνεται αναλόγως, διότι δεν αντιμετωπίζονται οι αιτίες της παραβατικότητας στη ρίζα τους.
Από την άλλη, το νέο σχέδιο φαίνεται να προωθεί την εναλλακτική έκτιση ποινών με την αξιοποίηση νέων τεχνολογιών (ηλεκτρονικό «βραχιολάκι») και την ενίσχυση προγραμμάτων κοινωφελούς εργασίας και επανένταξης. Κάθε δυνατότητα υιοθέτησης ποινών μη στερητικών της ελευθερίας (π.χ. χρηματικές) είναι θετική, όπως και η βελτίωση των υποδομών. Αυτό το σκέλος ευθυγραμμίζεται με τις αρχές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας καθώς δεν αυξάνει συνολικά την καταστολή, αλλά στοχεύει στη βελτίωση των συνθηκών κράτησης.
Ωστόσο ο κύριος όγκος της προσπάθειας (και της δαπάνης) κατευθύνεται στην κατασκευή φυλακών. Πρέπει να εξεταστεί αν αυτή η επένδυση είναι ο καλύτερος τρόπος για τη μείωση του εγκλήματος. Με 268 εκατ. ευρώ θα ανεγερθούν κτίρια για να φυλακιστούν περισσότεροι άνθρωποι – μήπως ένα μέρος αυτού του ποσού θα απέδιδε περισσότερο αν επενδυόταν στην πρόληψη; Για παράδειγμα, σε καλύτερη αστυνόμευση, ταχύτερη απονομή δικαιοσύνης, προγράμματα κοινωνικής επανένταξης ή υποστήριξης ευάλωτων ομάδων. Η οικονομική λογική υπαγορεύει ότι πρέπει να συγκρίνουμε την απόδοση κάθε ευρώ: η καταστολή μέσω φυλάκισης είναι ακριβή (κόστος στέγασης, σίτισης, φύλαξης κρατουμένων) και πάντοτε λιγότερο αποδοτική στην αποτροπή νέων εγκλημάτων σε σχέση με την επένδυση σε πολιτικές που αντιμετωπίζουν τα αίτια του εγκλήματος ή αυξάνουν την πιθανότητα σύλληψης των δραστών.
Οι χώρες που επένδυσαν σε εκπαίδευση, κοινωνική πρόνοια, απεξάρτηση, επανένταξη αλλά και στο δικαστικό τους σύστημα, είδαν μεγαλύτερη και σταθερή μείωση της εγκληματικότητας από όσες απλώς έκτισαν κι άλλες φυλακές. Το ζητούμενο δεν είναι ένα κράτος που φυλακίζει περισσότερους, αλλά ένα κράτος στο οποίο λιγότεροι άνθρωποι επιλέγουν το έγκλημα.
*Ο κ. Αριστείδης Ν. Χατζής είναι καθηγητής Φιλοσοφίας Δικαίου και Θεωρίας Θεσμών και διευθυντής του Εργαστηρίου Πολιτικής και Θεσμικής Θεωρίας και Ιστορίας των Ιδεών στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ο τίτλος προέρχεται από τη νουβέλα του Βίκτωρος Ουγκώ «Η τελευταία ημέρα ενός καταδίκου» (1829).

