Θεμέλιο της δημοκρατίας θεωρείται η λογοδοσία: οι πολίτες μπορούν να τιμωρούν τις κυβερνήσεις για τις πράξεις τους. Τι συμβαίνει όμως όταν αυτή η αρχή έρχεται σε σύγκρουση με μια άλλη, αυτή του κράτους δικαίου; Τι γίνεται όταν οι πολίτες ανταμείβουν κυβερνήσεις, όχι παρά τη θεσμική παρεκτροπή, αλλά εξαιτίας της;
Δύο πρόσφατες έρευνες στην Ελλάδα φωτίζουν αυτήν ακριβώς την τάση. Στην πρώτη, πολίτες δήλωσαν πρόθυμοι να στηρίξουν δημάρχους που παρότι έπαιρναν μίζες, έφερναν αποτελέσματα. Στη δεύτερη, η εκλογική στήριξη σε πολιτικούς εμπλεκομένους στο σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ έφτανε σχεδόν στο 50%, αν οι ίδιοι υποστήριζαν σκληρές αντιμεταναστευτικές πολιτικές.
Τα ζητήματα μοιάζουν τελείως διαφορετικά μεταξύ τους, έχουν όμως μια κοινή συνισταμένη: η κοινωνική αποδοκιμασία για τη διαφθορά ή την αυθαιρεσία υποχωρεί όταν το αποτέλεσμα ευνοεί τη «δική μας» πλευρά – είτε σε τοπικό είτε σε ιδεολογικό επίπεδο.
Τα σενάρια αυτά, βεβαίως, θα μπορούσε να πει κάποιος, ήταν υποθετικά. Γι’ αυτό ακριβώς οι απαντήσεις που δόθηκαν είναι ακόμη πιο ανησυχητικές. Από ένα υποθετικό σενάριο δεν έχεις να κερδίσεις κάτι· από μια απάντηση που παραβιάζει κατάφωρα κοινωνικές νόρμες, έχεις να υποστείς κοινωνικό κόστος. Εκτός αν δεν νιώθεις ότι παραβιάζεις καμία νόρμα. Και κάπου εκεί αρχίζει το πρόβλημα.
Η ενίσχυση της Νέας Δημοκρατίας στην Κρήτη ήταν αναμενόμενη έως το 2019, συμβαδίζοντας με την εθνική τάση. Από το 2019, όμως, έως το 2023 η Κρήτη ακολούθησε εντελώς διαφορετική πορεία: ενώ στην υπόλοιπη χώρα η Ν.Δ. σταθεροποιήθηκε ή υποχώρησε, στην Κρήτη συνέχισε να ενισχύεται. Στατιστικά, το κόμμα φαίνεται να κέρδισε τέσσερις επιπλέον μονάδες σε σχέση με το αναμενόμενο. Ισως συνέβαλαν και άλλοι παράγοντες – αλλά η χρονική σύμπτωση με το σκάνδαλο ΟΠΕΚΕΠΕ είναι εύγλωττη.
Δεν πρόκειται για ελληνική ιδιαιτερότητα. Στην Ινδία, έρευνες δείχνουν ότι οι πολιτικοί που αφήνουν να εννοηθεί πως παίρνουν μίζες θεωρούνται πιο αποτελεσματικοί. Στην Ισπανία, ψηφοφόροι δεν τιμώρησαν πολιτικούς εμπλεκομένους σε σκάνδαλα κατά την έκρηξη της κτηματαγοράς –πριν από την οικονομική κρίση– εφόσον έφερναν χρήμα στην περιφέρεια. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η «συναισθηματική πόλωση» ωθεί ψηφοφόρους να αποδέχονται αντιδημοκρατικές πρακτικές, αν αυτές απομακρύνουν τον αντίπαλο από την εξουσία.
Στην Ελλάδα, όμως, το πρόβλημα φαίνεται βαθύτερο. Δεν είναι μόνο η κομματική πόλωση ή η ανοχή στη διαφθορά όταν αυτή ωφελεί «εμάς».
Εδώ μοιάζει να υπάρχει ευρύτερη συναίνεση: επικροτούμε πολιτικές, αδιαφορώντας για τις ηθικές τους προεκτάσεις. Επιδεικνύουμε, για παράδειγμα, όλο και μεγαλύτερη προσήλωση σε σκληρές πολιτικές «νόμου και τάξης», τις οποίες έχουμε μάθει να θεωρούμε το ιδανικό πρότυπο ενός ισχυρού κράτους και μιας κυβέρνησης που «παράγει έργο». Και γυρνάμε από την άλλη το κεφάλι όταν ακούμε για τα ηθικά ζητήματα που αυτές οι πολιτικές δημιουργούν.
Η περιγραφόμενη κατάσταση θυμίζει έντονα αυτό που στην πολιτική επιστήμη έχει ονομαστεί «σκοτεινή πλευρά» του κοινωνικού κεφαλαίου. Οι πολιτικοί κάνουν αυτό που τους ζητάμε· και τους επιβραβεύουμε γι’ αυτό. Στα παραδείγματα που ήδη αναφέρθηκαν, αυτό σημαίνει επαναπροωθήσεις, αδιαφάνεια, θεσμικές εκτροπές. Ετσι διαμορφώνεται μια δημοκρατία χαμηλών απαιτήσεων – και ζούμε άνετα μέσα σ’ αυτήν.
Στο μεταξύ, όσοι δεν συμβιβάζονται φεύγουν. Οχι μόνο για καλύτερη ζωή, αλλά για θεσμούς πιο συμβατούς με το σύστημα αξιών τους. Σε ένα πείραμα στην Ιταλία, μαθητές λυκείου από την Εμίλια Ρομάνια και την Καλαβρία κλήθηκαν να ρίξουν ένα ζάρι. Κάθε φορά που το ζάρι έδειχνε έξι, οι ίδιοι θα έπαιρναν δέκα ευρώ, ενώ ό,τι περίσσευε θα πήγαινε στο σχολείο τους. Το κρίσιμο ήταν ότι κανείς δεν τους επέβλεπε. Το αποτέλεσμα; Στην Καλαβρία, τα ποσοστά όσων δήλωσαν ότι έφεραν έξι ήταν σαφώς υψηλότερα. Και τρία χρόνια αργότερα, όσοι είχαν δηλώσει ότι δεν έφεραν έξι ήταν πολύ πιο πιθανό να έχουν φύγει για τον βορρά, σε σχέση με αυτούς που δήλωσαν ότι το ζάρι τους ήταν «τυχερό».
Ο κίνδυνος, επομένως, δεν είναι μόνο η θεσμική φθορά στο παρόν, αλλά και η μακροπρόθεσμη αποψίλωση των τελευταίων εναπομεινάντων υπερασπιστών του κράτους δικαίου.
Οταν το κόστος των πολιτικών που τώρα ζητάμε αρχίσει να πλήττει κι εμάς, τότε μπορεί να έχει απομείνει ελάχιστη θεσμική άμυνα και ακόμη λιγότεροι για να τη στηρίξουν.
*O κ. Ηλίας Ντίνας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης και κάτοχος της ελβετικής έδρας στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο της Φλωρεντίας.

