Η υπόθεση της Μουρτζούκου είναι η είδηση που «πούλησε» περισσότερο τον τελευταίο καιρό, αν συνυπολογίσουμε και την πολύμηνη «παρέλασή» της από μεσημεριανάδικα και άλλες τηλεοπτικές εκπομπές τέτοιου φυράματος.
Αν κάτι αναχαίτισε τη λαοφιλία της εν λόγω άκρως απωθητικής ιστορίας είναι μια επίσης εξαιρετικά ενοχλητική υπόθεση, αυτή με τη δολοφονία του Πολωνού καθηγητή. Βεβαίως, για να μην ξεχνιόμαστε, είχε προηγηθεί η υπόθεση Πισπιρίγκου, η οποία μάλιστα παρουσιάζει κοινά σημεία με αυτήν της Μουρτζούκου.
Σκοτεινά ένστικτα και νοσηρά σύνδρομα είναι τα στοιχεία που σφραγίζουν τις υποθέσεις των δύο γυναικών που φέρονται να δολοφόνησαν τα παιδιά τους: οι άκρως προβληματικές, τραυματικές σχέσεις με τις δικές τους μητέρες· με τους άνδρες ή με τις γυναίκες με τις οποίες σχετίζονταν ερωτικά· η φύση των ψυχικών τραυμάτων τους τα οποία τους «υπαγόρευσαν» κατά κάποιον τρόπο να διαπράξουν τέτοια ειδεχθή εγκλήματα. Η απογύμνωση (για πολλοστή φορά…) της «αγίας οικογένειας» – και, βέβαια, το οριστικό τους «διαζύγιο» με την πραγματικότητα.
Η υπόθεση της δολοφονίας του Πολωνού καθηγητή έχει μια άλλου τύπου σκοτεινιά. Πρώτα απ’ όλα είναι μια ολοστρόγγυλη ανοησία από κάθε άποψη: ένας άνθρωπος δολοφονήθηκε, δύο παιδιά έμειναν χωρίς γονείς στην ουσία και με ένα μέλλον στιγματισμένο για πάντα, και δύο –τουλάχιστον– νέοι άνθρωποι αναμένεται να βρεθούν στη φυλακή για χρόνια. Η ερώτηση έρχεται αυθόρμητα: τι στο καλό είχαν στο μυαλό τους αυτοί που σχεδίασαν τον φόνο; Οτι θα γλιτώσουν και μετά θα είναι όλα μια χαρά; Τέτοια εξοργιστική αυταπάτη; Και εδώ έρχεται και «δένει» η ιστορία αυτή με τις δύο παραπάνω: το «διαζύγιο» με την πραγματικότητα.
Στο βιβλίο του «The Criminal History of Mankind», ο συγγραφέας Κόλιν Ουίλσον (ο μοναδικός Αγγλος υπαρξιστής όπως έχει χαρακτηριστεί) παραθέτει ένα αρχαίο, ιερό ινδουιστικό κείμενο, σύμφωνα με το οποίο το μυαλό είναι ο σφαγέας του πραγματικού. Ο Ουίλσον το πάει και λίγο παραπέρα. Ανθρωποι που διαπράττουν εγκλήματα, μας λέει, εμφανίζονται, εν πρώτοις, απογοητευμένοι από τη ζωή. Οι γονείς τους, οι μανάδες τους ή ένας σύζυγος που «ενοχλεί» – όλοι και όλα έχουν παίξει τον ρόλο τους για να αισθάνονται αδικημένοι από την τροπή που έχει πάρει η ζωή τους.
Θρήνος σημαίνει βίαιη αποκοπή με μια διασύνδεση. Οταν δεν σε συνδέει τίποτα με κανέναν, τι να θρηνήσεις;
Αλλά δεν είναι μόνο ζήτημα απογοήτευσης· στο βάθος αγνοούν την ίδια τη ζωή, την πραγματικότητα. Βρίσκονται έξω από αυτή, είναι αποκομμένοι, ίσως και σε μια ενστικτώδη προσπάθεια να αυτοπροστατευτούν από όσους νιώθουν ότι τους υπονομεύουν. Εχουν αποσυρθεί κάπου βαθιά μέσα στα σκοτεινά υπόγεια του μυαλού και οι σκιές που έρχονται απ’ έξω είναι πλέον γι’ αυτούς η μόνη πραγματικότητα. Με το έγκλημα, όμως, το πραγματικό έρχεται και σκάει πάνω της σαν ένας τοίχος τον οποίο επιμένουν να αγνοούν.
Αλλά αυτό δεν αφορά μονάχα τους ψυχισμούς που φθάνουν έως το έγκλημα. Ολωνών μας το μυαλό «κατασφάζει» το πραγματικό σε κάθε ευκαιρία με αποτέλεσμα, μέσα από ρήξεις, παρεξηγήσεις, κακές επιλογές ζωής και προσωπικά αδιέξοδα, να καταλήγουμε στα χάπια κατά της κατάθλιψης ή/και στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή. Αυτή είναι, συχνά, η ιστορία της ζωής μας, ειδικά σήμερα που το πραγματικό τείνει να εξαφανιστεί πίσω από το ψηφιακό, το εικονικό. Σε μια εποχή στην οποία η ίδια η ζωή μοιάζει σαν να μην είναι ζωή πια, αλλά εικόνα, ένας καταιγισμός από εικόνες.
Η αποκοπή από το πραγματικό συνοδεύεται σχεδόν πάντοτε και από μια συναισθηματική αγκύλωση. Μια απάθεια που μοιάζει με μούδιασμα. Αυτό ήταν ιδιαίτερα εμφανές στις δύο γυναίκες που απασχολήσαν την κοινή γνώμη πρόσφατα. Θρήνος σημαίνει βίαιη αποκοπή με μια διασύνδεση. Οταν δεν σε συνδέει τίποτα με κανέναν, τι να θρηνήσεις;

