Καλημέρα αναγνώστες, με τη σημαντικότερη είδηση των δύο τελευταίων εβδομάδων. Ξεσκεπάστηκε ένα παράνομο ζευγάρι! ∆εν τους γνωρίζουμε και ζουν σε άλλη ήπειρο, αλλά λίγη σημασία έχει. Στη συναυλία των Coldplay στη Βοστώνη, την περασμένη εβδομάδα, η κάμερα σαρώνει τον χώρο και, όπως συμβαίνει, ξεδιαλέγει κάποιους θεατές οι οποίοι ανταποκρίνονται και συμμετέχουν. Ζουν τη στιγμή, τραγουδούν και κουνούν τα χέρια απολαμβάνοντας την όψη του εαυτού τους σε μεγάλη κλίμακα στην οθόνη του σταδίου.
Η κάμερα στέκεται σε ένα μεσήλικο ζευγάρι που λικνίζεται αγκαλιασμένο. Και εκείνοι ευχαριστούνται τη βραδιά, κυρίως την παρουσία ο ένας του άλλου. Τους παίρνει μερικά δευτερόλεπτα να συνειδητοποιήσουν ότι βρίσκονται στο πλάνο. Τότε, εκείνος απομακρύνει τα χέρια του και πέφτει στα γόνατα και εκείνη κρύβει με τα χέρια το πρόσωπό της και στρέφεται από την άλλη. «Ωπ… δείτε αυτούς τους δύο!», αναφωνεί ο τραγουδιστής Κρις Μάρτιν, που γενικά μου δίνει την εντύπωση του ανθρώπου που κοιτάζει τη δουλειά του, τον ενδιαφέρει να γεμίζει στάδια και έχει τη νοοτροπία «ζήσε και άσε τους άλλους να ζήσουν». Αλλά ξαφνιάζεται και το συνεχίζει: «Αυτοί οι δύο έχουν δεσμό ή είναι απλώς ντροπαλοί», δηλώνει μεγαλόφωνα.
Μια ρητορική, σχεδόν, ερώτηση με μια άμεση απάντηση. Το βίντεο γίνεται viral, τα πρόσωπα ταυτοποιούνται (λες και είναι εγκληματίες). Πρόκειται για τον παντρεμένο διευθύνοντα σύμβουλο της Astronomer και την παντρεμένη επικεφαλής του τμήματος Ανθρωπίνου Δυναμικού της εταιρείας.
Τι σας τα γράφω, το έχετε δει, μην προσποιήστε. Είμαστε όλοι το ίδιο κουτσομπόληδες. Το συμβάν είχε 122 εκατ. views στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και εκατομμύρια σχόλια. «Αίσχος!», ακούγεται, «Ντροπή!», φωνάζουν, «σκάνδαλο!», διατείνονται.
Ο Αντι Μπάιρον και η Κρίστιν Κάμποτ μας συστήθηκαν ως το καλοκαιρινό αστείο του 2025. Ο διασυρμός σε δημόσια θέα είναι το τίμημα της εποχής μας. Εκτεθειμένος στις οθόνες μας ο «τέλειος» πόνος όσων εμπλέκονται. Το viral μικροσκόπιο που μεγεθύνει και εξευτελίζει είναι το κόστος, και δεν είναι λίγο, που πληρώνουμε στην τεχνολογική μας εποχή.
Γιατί ενδιαφερόμαστε όμως για κάτι τόσο κοινότοπο; Υποθέτω γιατί είναι μια σκηνή αδέξια παιγμένη, αλλά βγαλμένη από το Netflix. Είναι η κορύφωση ενός επεισοδίου, το κομβικό σημείο που αντιλαμβανόμαστε ότι «αύριο» η ζωή αυτών των δύο δεν θα είναι η ίδια. Υπάρχουν και άλλοι λόγοι.
Είναι η πτώση ενός επαγγελματικά επιτυχημένου ζευγαριού σε δημόσιο χώρο, έχει τους Coldplay στο φόντο και, το αγαπημένο μου συστατικό, κάμποση αμερικανική υποκρισία. Μια υπεύθυνη ανθρωπίνου δυναμικού στην Αμερική, σκεφτείτε πόσες ώρες έχει περάσει «επιτηρώντας» τις σχέσεις μεταξύ συνεργατών και πόσα εταιρικά πάρτι έχει αφυδατώσει «επιβάλλοντας» στεγνή και κόσμια συμπεριφορά.
Θα ήθελα τις πρώτες σκέψεις του Πάπα Φραγκίσκου για το συμβάν. Σοβαρολογώ. Ο Πάπας Φραγκίσκος σιχαινόταν το κουτσομπολιό. Στα μηνύματα των Χριστουγέννων προς τους συμβούλους του στο Βατικανό διαμηνούσε ότι είναι «το κακό που καταστρέφει τον κοινωνικό ιστό». Δεν ήταν η πρώτη φορά που επετίθετο στη διακίνηση πληροφοριών, μια φορά, μάλιστα, διάβασα ότι συνέκρινε τους κουτσομπόληδες με τους τρομοκράτες καθώς «αυτός ή αυτή πετούν μια βόμβα και εξαφανίζονται».
Το viral μικροσκόπιο που μεγεθύνει και εξευτελίζει είναι το κόστος, και δεν είναι λίγο, που πληρώνουμε στην τεχνολογική μας εποχή.
Σωστά, παρότι ο αντίλογος λέει και οι έρευνες δείχνουν (καθώς υπάρχει πάντα μια έρευνα που καλύπτει κάθε πεποίθηση) ότι θα ζούσαμε σε μια κοινωνία λιγότερο υποφερτή εάν δεν υπήρχε το κουτσομπολιό. Αυτό γιατί, ιστορικά, είναι ο μοναδικός τρόπος να διαχέεται η πληροφορία σε πολυάριθμες ομάδες για να προστατεύεται το σύνολο.
Μια άλλη, αντίστοιχα υποστηρικτική, άποψη διατείνεται ότι το κουτσομπολιό ενισχύει και προστατεύει τα χρηστά ήθη, διατηρεί την κοινότητα λειτουργική και τα μέλη της συντονισμένα στην κοινωνικώς αποδεκτή συμπεριφορά. Με κάποιον τρόπο, δηλαδή, επειδή το κουτσομπολιό δεν είναι ποτέ ουδέτερο, τοποθετεί τον πήχυ των προσδοκιών, θέτει τους όρους για τις προδιαγραφές της υπόληψης και επιβάλλει κυρώσεις. Στην εποχή μας, όμως, έχουμε φύγει από τη μικροκλίμακα του παρατηρητικού βλέμματος της κοινωνίας που επαγρυπνεί. Η τεχνολογία βρίσκεται σε εγρήγορση, διαχέει την εικόνα και την πληροφορία, σε ελάχιστα λεπτά, από άκρη σε άκρη σε όλες τις ξεχασμένες γωνιές της Γης. Κουτσομπολιό σε βιομηχανικές διαστάσεις.
Τώρα που το σκέφτομαι, πάντως, η συζήτηση περί κουτσομπολιού μοιάζει περιοριστική και ρηχή. Οι άνθρωποι θα εξακολουθούμε να συνάπτουμε σχέσεις και να ασχολούμαστε με τους άλλους κατά μέσον όρο 52 λεπτά την ημέρα. Αλλο τόσο παράταιρη μοιάζει να είναι και η σημαντική συζήτηση περί ιδιωτικής ζωής. Γιατί δεν υπάρχει ιδιωτική ζωή. Η τεχνολογία την έχει ακυρώσει.
Ενας Αγγλος ιεροκήρυκας –τον 17ο αιώνα–, γράφει το βιβλίο μου και σας το μεταφέρω γιατί μου μοιάζει ταιριαστό, προειδοποιούσε τους ακολούθους του ότι «ένας μοιχός και ένας δολοφόνος έχουν κάτι κοινό»: αποζητούν την ιδιωτικότητα». Το καταφύγιο για την αμαρτία και την ανηθικότητα, έλεγε βρίσκεται στην ιδιωτικότητα. Αιώνες αργότερα, ο Ερικ Σμιντ, πρώην CEO της Google, ήταν αρκετά σαφής, όταν ρωτήθηκε εάν οι χρήστες μπορούν να έχουν εμπιστοσύνη στην «εχεμύθεια» της μηχανής αναζήτησης. Απάντησε χωρίς ενδοιασμούς:«Εάν κάνετε κάτι που δεν θέλετε να μαθευτεί, δεν πρέπει να το κάνετε εξαρχής».
Και κάπως έτσι, με καχυποψία, μοιάζει σαν να πηγαίνουμε πίσω στον χρόνο στο ρεφραίν του 17ου αι. αντεστραμμένο: «Μην κάνεις τίποτα ιδιωτικά που δεν θα έκανες δημοσίως».
Διαπιστώνω, όμως, ότι δεν έχω άλλο χώρο. Υπόσχομαι ότι θα επανέλθω την ερχόμενη εβδομάδα στο ίδιο διαχρονικό και πάντα επίκαιρο θέμα έχοντας πάρει τα μαθήματά μου. Οι συναυλίες δεν είναι για όλους, σίγουρα δεν είναι για μένα. Φοβάμαι τις κάμερες, θα αισθανόμουν άβολα σε μεγάλη οθόνη εάν δεν είχα βάψει τα μαλλιά μου και, ακόμη χειρότερα, εάν δεν γνώριζα τα λόγια των τραγουδιών μπροστά σε 80.000 άτομα.
*Η κ. Ελεάννα Βλαστού είναι συγγραφέας και ζει στο Λονδίνο.

