Είναι εντελώς παράξενο αν δει κανείς τον χάρτη της Αττικής, αλλά οι Αθηναίοι δεν έχουν καθημερινή επαφή με τη θάλασσα. Στο παρελθόν της πόλης, η απομάκρυνση από περιοχές πέριξ του Πειραιά μάλλον υποδήλωνε κοινωνική κινητικότητα, διέξοδο από τη λαϊκότητα και τη ζωή της εργατικής τάξης, αποσύνδεση από τις δουλειές στα καράβια και στο λιμάνι (βλ. The City And The Sea:A Marginalised Mediterranean Dialogue, Vasiliki Poula).
Στο τώρα της πόλης, η μετακίνηση προς τις παράκτιες περιοχές της λεγόμενης Αθηναϊκής Ριβιέρας προϋποθέτει έναν συγκεκριμένο προϋπολογισμό, αλλά και την υιοθέτηση ενός τρόπου ζωής. Με τις νέες αγοραπωλησίες πλάι στη θάλασσα, η Αττική θα αποκτήσει έναν ουρανοξύστη-σύμβολο των εισοδηματικών διαιρέσεων που επενεργούν στην πόλη.
Η πρόσβαση στη θάλασσα εκτός από ταξικό-κοινωνικό ζήτημα είναι και θέμα αισθητικής. Προσωπικά χαλιέμαι από τα καφέ και τα μπιτσόμπαρα. Μ’ ενοχλεί να βλέπω την πλαστικοποιημένη αφίσα με τις προσφορές καφέ/σάντουιτς που κρύβουν το τοπίο. Μελαγχολώ με το νεοπλουτίστικο στυλ. Δεν καταλαβαίνω γιατί να τρώει κανείς ή να ατενίζει τη θάλασσα και να δέχεται μια ηχητική επίθεση από καγκουροτράγουδα. Ο παράκτιος δημόσιος χώρος, με ελάχιστες εξαιρέσεις, αφρόντιστος και απεριποίητος αφήνεται να καταληφθεί από πανομοιότυπες καφετέριες, υψηλά ντεσιμπέλ, εστιατόρια-θηρία.
Τα μέσα μαζικής μεταφοράς δεν επιτρέπουν στους Αθηναίους να μεταβούν από την εργασία τους στην παραλία για μια γρήγορη βουτιά. Η κίνηση το ίδιο. Κι όμως, η θάλασσα είναι κοντά στην Αθήνα. Εάν τα λεωφορεία περνούσαν κάθε 2 λεπτά όπως στις άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, οι κάτοικοι θα γλίτωναν τη θερμοπληξία κι οι τουρίστες θα έφευγαν ευχαριστημένοι. Φαντάσου να είσαι διακοπές και να πάρεις κατά λάθος το 608 ή κανένα απ’ αυτά τα μικροσκοπικά λεωφορειάκια σαν τελεφερίκ που καλούνται να εξυπηρετήσουν μία από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές της Νότιας Ευρώπης, την Κυψέλη. «Εμπειρία».
Σοβαρά μέτρα για να αντιμετωπίσει η χώρα την κλιματική καταστροφή δεν έχουν ληφθεί, το περιβάλλον είναι τόπος λεηλασίας, όπως και συνολικά τα κοινά. Σκεφτείτε μόνον ότι οι στάσεις των λεωφορείων στην Αθήνα εκπέμπουν κι αυτές θερμότητα. Οι θηριώδεις διαφημιστικές οθόνες καταναλώνουν ετησίως την ενέργεια που καταναλώνουν 14 νοικοκυριά! (Οι καυτές στάσεις λεωφορείων που θερμαίνουν την πόλη, Inside Story). Πράσινη μετάβαση, όχι αστεία. Κι η άσφαλτος από κάτω να καίει.
Εν τω μεταξύ, γίνεται της μόδας ένα πράγμα που λέγεται urban swimming. Αστική κολύμβηση. Να κολυμπάς δηλαδή μέσα στην πόλη ή κάπου παραδίπλα. Οι συνήθεις ύποπτοι, Βιέννη, Κοπεγχάγη, Οσλο, έχουν φροντίσει, μέσα από πολύχρονες επενδύσεις στις υποδομές και στην καθαριότητα να παρέχουν τη διέξοδο της αστικής κολύμβησης. Ακόμα και σημεία πλάι σε λιμάνια γίνεται να καθαριστούν, προκειμένου να μπορεί να δροσιστεί κανείς. Ενδεικτικά η Κοπεγχάγη έχει δαπανήσει μερικά εκατομμύρια για να κάνει ασφαλή την κολύμβηση πέριξ του λιμανιού, και το αποτέλεσμα είναι εκπληκτικό, όπως όλη η πόλη το καλοκαίρι.
Καθώς οι προτεραιότητες των μεγάλων πόλεων αλλάζουν, αλλάζει ο σχεδιασμός τους. Πρακτικές που εγκαταλείφθηκαν τον 20ό αιώνα μπορεί να φαντάζουν ελκυστικές στον 21ο, λόγω της αύξησης της θερμοκρασίας. Αλλωστε δεν χρειάζεται, οπωσδήποτε, να βουτήξει κανείς. Τα σημεία αστικής κολύμβησης μαζεύουν υπαίθριους αναγνώστες, μουσικούς, παρέες που κάνουν πικ νικ, αργόσχολους και αθλούμενους.
Προσωπικά, προτιμώ τη χειρότερη παραλία της Αττικής οποιαδήποτε μέρα παρά να πέσω στον Δούναβη. Αγαπώ, όμως, τη Βιέννη και την Κοπεγχάγη το καλοκαίρι, γιατί δεν υπάρχει σημείο πλάι σε νερό που να μην πνίγεται στο πράσινο κι ο σχεδιασμός είναι τέτοιος ώστε να καταλήγεις στα πάρκα, στο νεράκι, στη γαλήνη. Στην Αθήνα, ούτε που υποψιάζεται κανείς προσεγγίζοντας τη Λεωφόρο Συγγρού πως αυτός ο δρόμος βγάζει στη θάλασσα. Και αρκετοί άνθρωποι μένουν Αθήνα χωρίς ποτέ να κολυμπάνε, χωρίς να εισπνέουν το θαλασσινό νερό. Το τοπίο σπαταλιέται και μετά «αξιοποιείται» βίαια ώσπου να στεγνώσει, να μην του μείνει τίποτα.

