Τέτοιες μέρες, πολλοί θέτουν με μια δόση ειρωνείας το γνωστό ερώτημα: Πώς είναι δυνατόν κάποιοι να υποστηρίζουν ότι υπάρχει κόσμος που περνάει δύσκολα οικονομικά όταν στις εξόδους της Αθήνας υπάρχουν τεράστιες ουρές αυτοκινήτων, τα νησιά βουλιάζουν, δεν βρίσκεις εισιτήριο ούτε για δείγμα στα πλοία της γραμμής και για να φας το βράδυ πρέπει να έχει «μέσο» τον ταβερνιάρη;
Πράγματι, η εικόνα στα πολυτελή θέρετρα της χώρας στην καρδιά του καλοκαιριού θυμίζει εποχή αστακομακαρονάδας – παραλίες που κατακλύζονται από μαύρες τζιπάρες, θάλασσες όπου τα σκάφη κάνουν μανούβρες για να βρουν αγκυροβόλιο και ουρανοί όπου τα ελικόπτερα πηγαινοέρχονται γεμάτα κόσμο.
Το σκηνικό, όμως, αυτής της προκλητικής χλιδής δεν αντικατοπτρίζει σε καμία περίπτωση τον μέσο Ελληνα, του οποίου το εισόδημα σήμερα υπολογίζεται σε 20.000 ευρώ και παραμένει χαμηλότερο από το μέσο εισόδημα του 2009, που ήταν 24.000 ευρώ! Με άλλα λόγια, ενώ είναι βέβαιο πως ένα μικρό ποσοστό του ελληνικού πληθυσμού έχει αυξήσει σε υπερβολικό βαθμό τα εισοδήματά του –πολλά από τα οποία ίσως να είναι και μαύρα–, η μεγάλη πλειονότητα του κόσμου ζει με πολύ περιορισμένα οικονομικά.
Γι’ αυτό και επτά στους δέκα πολίτες εκφράζουν σε όλες τις δημοσκοπήσεις τη δυσαρέσκειά τους για την οικονομική κατάσταση του νοικοκυριού τους και επαναλαμβάνουν ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν είναι το κόστος ζωής – ο πληθωρισμός στα τρόφιμα, το νοίκι, οι λογαριασμοί της ενέργειας. Το καλοκαίρι προστίθενται και οι τιμές των ακτοπλοϊκών εισιτηρίων, που σπρώχνουν πολύ περισσότερους Ελληνες να επιλέγουν διακοπές στην ηπειρωτική χώρα.
Η κυβερνητική πλευρά επιμένει ότι οι μισθοί έχουν ανέβει κοντά στο 30% τα τελευταία πέντε χρόνια, με τον βασικό μισθό να ξεκινάει στα 650 ευρώ το 2019 και να είναι σήμερα στα 880 ευρώ, και με τον μέσο μισθό να κινείται πλέον κοντά στα 1.400 ευρώ μεικτά. Προφανώς η οικονομία της χώρας έχει μεταμορφωθεί από το 2019, με μεγαλύτερη ανάπτυξη από τις περισσότερες χώρες στην Ευρώπη και με μείωση της ανεργίας στο χαμηλότερο σημείο της 15ετίας, ωστόσο οι μισθοί, αν και έχουν ενισχυθεί σημαντικά, απέχουν πολύ από το να εξασφαλίζουν ένα άνετο επίπεδο ζωής, κυρίως γιατί το σούπερ μάρκετ παραμένει στα ύψη, ενώ οι τιμές των ακινήτων/ενοικίων έχουν απογειωθεί.
Το χειρότερο είναι ότι παρά την καθίζηση που υπέστησαν τα εισοδήματα των μισθωτών τα χρόνια των μνημονίων και ακόμη δεν έχουν επανέλθει, η φορολογία των μισθωτών παραμένει εξοργιστική και πολύ μεγαλύτερη από αυτή των ελευθέρων επαγγελματιών, που βρίσκουν τρόπους να φοροδιαφεύγουν συστηματικά. Χαρακτηριστικό είναι ότι ένας μισθωτός με εισόδημα 20.000 τον χρόνο –δηλαδή 1.400 ευρώ τον μήνα μεικτά– πληρώνει φόρο σχεδόν δύο μισθούς (περίπου 2.400 ευρώ), ενώ ένας μισθωτός με 30.000 ευρώ εισόδημα (δηλαδή περίπου 2.140 τον μήνα μεικτά) πληρώνει φόρο 5.900 ευρώ, σχεδόν τρεις μισθούς!
Αυτούς τους μισθωτούς της μεσαίας τάξης που κινούνται μεταξύ των 20.000-30.000 ευρώ θα επιδιώξει να ελαφρύνει ο κ. Μητσοτάκης με τις εξαγγελίες του στη ΔΕΘ, μειώνοντας τους φορολογικούς συντελεστές. Σημειώνεται ότι οι φορολογικές εισπράξεις φέτος έχουν ξεπεράσει κάθε πρόβλεψη και το πρωτογενές πλεόνασμα το πρώτο πεντάμηνο του 2025 φτάνει στα 5,3 δισ. ευρώ – δηλαδή 4,3 δισ. ευρώ πάνω από τον στόχο.
Με αυτά τα δεδομένα, το πακέτο παροχών του κ. Μητσοτάκη στη ΔΕΘ μπορεί να ξεπερνάει και τα 3 δισ. ευρώ και θα μεγαλώνει όσο θα συνεχίζονται οι αποκαλύψεις από το σκάνδαλο ΟΠΕΚΕΠΕ, σε μία προσπάθεια να συγκρατηθεί η πολιτική ζημία που υφίσταται η κυβέρνηση. Αποκαλύψεις που δείχνουν ότι το πελατειακό κράτος, το οποίο ο πρωθυπουργός είχε υποσχεθεί να εξαλείψει, ζει και βασιλεύει. Με μεσάζοντες, επιτηδείους και «γαλάζιους» υπαλλήλους του ΟΠΕΚΕΠΕ που χρηματοδοτούν αδρά με φουσκωμένες επιδοτήσεις τα «δικά τους παιδιά» εις βάρος των υπολοίπων αγροτοκτηνοτρόφων.
Η κυβέρνηση προσπάθησε ανεπιτυχώς με την πρότασή της να επεκταθεί η έρευνα για τον ΟΠΕΚΕΠΕ έως το 1998 να υποστηρίξει ότι τις ίδιες πάνω-κάτω λαθροχειρίες με τις αγροτικές επιδοτήσεις έκαναν και προηγούμενες κυβερνήσεις. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι ο κ. Μητσοτάκης ήταν αυτός που επαγγελλόταν τον εκσυγχρονισμό του κράτους μετά την κατρακύλα της χρεοκοπίας. Και ήταν αυτός που εξελέγη με τη δέσμευση να αλλάξει τα «κακώς κείμενα» και να ξεριζώσει τις παλαιοκομματικές πρακτικές από την πολιτική ζωή του τόπου.

