Η ανάπλαση στο Ελληνικό είναι μια παρέμβαση τεράστιας κλίμακας για τα δεδομένα της Αθήνας. Αναπόφευκτα θα επηρεάσει τη ζωή μιας πόλης η οποία χαρακτηρίζεται από τη μικροκλίμακα. Φέρνει μαζί της αρκετά θετικά: για πρώτη φορά στην Ελλάδα βλέπουμε ταυτόχρονη μελέτη και υλοποίηση κτιρίων, υποδομών και υπαίθριων χώρων, υιοθετώντας ένα μοντέλο αστικού σχεδιασμού πρωτόγνωρο σε σχέση με τον τρόπο με τον οποίο αναπτύχθηκε η Αθήνα. Eνα έργο τέτοιου μεγέθους θα μπορούσε να αποτελέσει αφορμή διερεύνησης νεωτερικών ιδεών για τον τρόπο κατοίκησης στις πόλεις του 21ου αιώνα. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν φαίνεται να συμβαίνει. Στη δυναμική που αναπτύσσεται στην ευρύτερη περιοχή το τελευταίο διάστημα κυριαρχεί μια τετριμμένη αισθητική της πολυτέλειας, διεθνώς διαδεδομένη τα τελευταία χρόνια κυρίως μέσα από το Instagram. Σε ένα τόσο εμβληματικό έργο οι αναθέσεις σε διεθνή γραφεία με εμπορικό προσανατολισμό είναι προφανώς αναγκαίες. Φαίνεται όμως να χάνεται μια ευκαιρία για πειραματισμό μέσα από αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς, η οποία θα ενθάρρυνε μια πιο ευφάνταστη ερμηνεία του μεσογειακού χαρακτήρα.
Πέρα όμως από τις επιμέρους επιλογές, ανακύπτουν ευρύτερα ερωτήματα για την κλίμακα και την εικόνα της πόλης που διαμορφώνεται. Στη σύγχρονη Αθήνα δεν υπάρχει κάποια ισχυρή αρχιτεκτονική παράδοση την οποία οφείλουμε να προστατέψουμε. Δεν τίθεται ζήτημα ταυτότητας, αλλά ούτε και λόγος να φοβόμαστε νεωτερισμούς όπως τα ψηλά κτίρια. Oμως όσο μεγαλώνει η κλίμακα ενός έργου, και μαζί με το ύψος και η επίδρασή του στο περιβάλλον, τόσο πιο αυστηρές πρέπει να είναι οι απαιτήσεις από τον σχεδιασμό του. Αν στη δημιουργία ενός συνηθισμένου κτιρίου λαμβάνουμε υπόψη τη σχέση με το άμεσο περιβάλλον, στον σχεδιασμό ενός τόσο μεγάλου κτιρίου αποκτά βαρύτητα η σχέση με το ευρύτερο τοπίο και τα σημεία αναφοράς του λεκανοπεδίου. Η όψη του πύργου που έχει ήδη φτάσει το μισό ύψος του, και γίνεται πλέον ορατός από τον Λυκαβηττό, δεν προδιαθέτει ευχάριστα. Η επιλογή της δημιουργίας ενός κτιρίου 200 μέτρων πάνω στην ακτή δημιουργεί ερωτήματα, τη στιγμή που ο Παρθενώνας εδράζεται μόλις στα 150 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Η Αθήνα θα μπορούσε να ωφεληθεί από πύργους που προσθέτουν αξία στην εικόνα της, όχι όμως από πύργους που την ακυρώνουν. Η περιοχή του Ελληνικού σαφώς δικαιολογεί και πιθανώς επιβάλλει τη μεγάλη κλίμακα. Η εικόνα, όμως, ενός κτιρίου που υπερβαίνει κατά 50 μέτρα το ύψος της Ακρόπολης δεν αποτελεί απλά υπερβολή όσον αφορά την κλίμακα του τοπίου. Θέτει και ζητήματα συμβολισμού σε σχέση με την εποχή μας, τα οποία κάποια στιγμή θα αναλύσουν οι ιστορικοί του μέλλοντος.
Η ανάπλαση του Ελληνικού θα προσφέρει σίγουρα στην πόλη μια πολύτιμη εμπειρία σχεδιασμού, όπου ο αστικός χώρος μελετάται και υλοποιείται με ορθολογικό τρόπο στο σύνολό του. Ακούγεται στοιχειώδες, αλλά δεν είναι. Οι ελληνικές πόλεις στην πλειονότητά τους δημιουργήθηκαν με διαφορετικό και συχνά αλλοπρόσαλλο τρόπο. Αυτές οι επιλογές δεν επηρεάζουν μόνο την εικόνα της πόλης, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο αναδιαρθρώνεται κοινωνικά και οικονομικά το μητροπολιτικό τοπίο. Οι αλλαγές που ήδη βρίσκονται σε εξέλιξη στον χάρτη της πόλης είναι ριζικές. Η Αθήνα του 20ού αιώνα ήταν μια εντυπωσιακά ομοιογενής πόλη, όπου κυριαρχούσαν οι πολιτισμικές εκφράσεις της μεσαίας, και κυρίως μικρομεσαίας, τάξης. Οι ακριβές περιοχές ήταν περιορισμένες σε έκταση, ενώ παραγκουπόλεις υπήρχαν μόνο μέχρι τη δεκαετία του 1960. Σε αντίθεση με την πόλη της αντιπαροχής, η Αθήνα του 21ου αιώνα χάνει τη μικροαστική ομοιογένειά της καθώς ο νέος μητροπολιτικός χάρτης κατακερματίζεται. Δημιουργούνται νέες περιοχές εξαιρετικά υψηλών εισοδημάτων γύρω από το Ελληνικό, περιοχές τουριστικής εκμετάλλευσης στο κέντρο, ενώ το αθηναϊκό μωσαϊκό αναπόφευκτα αρχίζει να αποκτά και εστίες παραβατικότητας και κοινωνικής έντασης. Ο βαθμός ισορροπίας αυτής της νέας δυναμικής θα καθοριστεί σε μεγάλο βαθμό από τον τρόπο λειτουργίας των νέων προνομιακών περιοχών και το κατά πόσον θα ενσωματώσουν ή θα αποκλείσουν περισσότερες κοινωνικές ομάδες.
Στο Ελληνικό μοιάζει να μην παρέχεται επαρκής εμπιστοσύνη στους αρχιτέκτονες και να απουσιάζει ένα πλαίσιο το οποίο να ενθαρρύνει την έρευνα και τον πειραματισμό.
Η πρόκληση που βρίσκεται σε εξέλιξη στα νότια προάστια επηρεάζει γενικότερα την αρχιτεκτονική παραγωγή. Σήμερα η ελληνική αρχιτεκτονική είναι απολύτως εναρμονισμένη με τις διεθνείς τάσεις και στην Αθήνα ήδη δουλεύουν πολλοί αξιόλογοι διεθνείς αρχιτέκτονες. Παρ’ όλες όμως τις θετικές εξελίξεις, τις ευκαιρίες που δίδονται και τους γενναιόδωρους συχνά προϋπολογισμούς, η αρχιτεκτονική που υλοποιείται στην Ελλάδα δεν φτάνει σε πραγματικά υψηλό επίπεδο. Πολύ σπάνια, για παράδειγμα, κάποιο ελληνικό έργο διακρίνεται στα ευρωπαϊκά βραβεία αρχιτεκτονικής Mies van der Rohe. Αυτό δεν είναι πρόβλημα ταλέντου ούτε και ταυτότητας, αλλά ζήτημα θεσμικής στήριξης και φιλοδοξίας. Μοιάζει να μην παρέχεται επαρκής εμπιστοσύνη στους αρχιτέκτονες –Ελληνες και ξένους, έμπειρους και νέους, μικρά σχήματα ή μεγάλα γραφεία– και να απουσιάζει ένα πλαίσιο το οποίο να ενθαρρύνει την έρευνα και τον πειραματισμό. Μόνο όμως υπό αυτές τις προϋποθέσεις το Ελληνικό και κάθε μελλοντικό έργο θα μπορέσουν να αφήσουν πίσω τους κάτι παραπάνω από ένα φανταχτερό αποτύπωμα: μια πραγματική αρχιτεκτονική υπεραξία για την πόλη.
*Ο κ. Πάνος Δραγώνας είναι αρχιτέκτων, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας.

