Δευτερόλεπτα αφότου πεθάνει κάποιο (ημι-)δημόσιο πρόσωπο, αρχίζει ο υπερδημόσιος θρήνος. Ο οποίος κατά κανόνα είναι πραγματικά περίεργος, άβολος, ταραχευτικός και αμήχανος, αλλά συνοψίζει και την ανάγκη των ιστοσελίδων να βιοποριστούν μαζεύοντας κλίκς. Η ίδια ανάγκη τις κάνει όσο ζουν οι ηθοποιοί/τραγουδιστές κλπ. να μάς μεταφέρουν πτυχές της παιδικής τους ηλικίας, όψεις της οικογενειακής τους ζωής, κουτσομπολιά ή διαστρεβλωμένες δηλώσεις από συνεντεύξεις τους.
Από μία συνέντευξη δύο χιλιάδων λέξεων κατά κανόνα θα κρατηθεί η πιο «προκλητική» δήλωση, για να παραχθεί θόρυβος που θα επικαλύψει, την προσφορά του/της ηθοποιού στην τέχνη (άλλωστε κι αυτή μπορεί να είναι κι ανύπαρκτη). Η ταχύτητα με την οποία ιστοσελίδες, μέσα, κοινωνικά δίκτυα και κανάλια καταναλώνουν τους καλλιτέχνες και τις δηλώσεις τους είναι συγκλονιστική.
Σχεδόν κάθε πρωί παρουσιάζεται κάποια νέα προκλητική δήλωση με ονοματεπώνυμο και μεγάλη κοντινή φωτογραφία. Ξεχνάς τα πάντα πριν το μεσημέρι, ίσως γι αυτό τα λένε πρωινάδικα και μεσημεριανάδικα για να σημάνουν το πόσο διαρκεί η επίδραση. Οι εγκληματίες, οι υπόδικοι παρουσιάζονται κι αυτοί σαν σταρ στις ίδιες εκπομπές, ιστοσελίδες, περιοδικά. Κάθε μέρα φέρνει νέες πράξεις του δράματος σε διάφορες πολύκροτες δίκες, αλλά το κορυφαίο είναι όταν πεθαίνει επιτέλους κάποιος. Υπάρχει κάτι ασεβές σ’ όλη αυτή τη γλιτσερή δημοσιότητα. Το δημόσιο κουτσομπολιό στην κλίμακα του μεγέθους του διαδικτύου είναι ένα διαρκές σπάσιμο του ταμπού.
Όταν πεθαίνει κανείς, η νεύρωση μίας κουλτούρας που απαγορεύει τη φθορά, το πένθος, τη δυσκολία, οτιδήποτε τέλος πάντων δεν είναι διαρκώς χαρούμενο (happy), αλλάζει πρόσωπο. Τώρα που πέθανε το «δημόσιο πρόσωπο» πρέπει να μάς προσφέρει κι άλλες «ειδήσεις» προς κατανάλωση. Τι έτρωγε τις τελευταίες μέρες; Από τι έπασχε; Τα κοινωνικά δίκτυα πώς αντέδρασαν; «Θρήνος, συγκίνηση και ανατριχίλες»; Ή «συγκλονίζει η αποκάλυψη για….» κάτι που στην πραγματικότητα δεν αφορά κανέναν;
Ο θάνατος αλλάζει καθώς εισάγεται κι αυτός στην οικονομία της προσοχής, δηλαδή σε μία οικονομία συντεταγμένη ώστε να ρουφάει την προσοχή σου και στη συνέχεια να την κεφαλαιοποιεί πουλώντας την σε διαφημιστές. Η κακογουστιά της εύκολης διαδικτυακής συγκίνησης δεν συνδέεται με κάποια τελετουργία, όπως στις παραδοσιακές τελετές διαχείρισης της απώλειας και του πένθους, αλλά με μία μονοδιάστατη, σκυλίσια σχεδόν αντίδραση στην είδηση του θανάτου: κλαις λίγο πάνω από το πληκτρολόγιο.
Κάποιοι λένε πως νιώθουν συνδεδεμένοι με κάτι τέτοια. Πεθαίνει ο αγαπημένος τους τραγουδιστής και η απύθμενη δεξαμενή θαυμαστών μετατρέπεται σε μία «διαδικτυακή κοινότητα» που ανάβει ψηφιακά κεράκια και μάς θυμίζει πως είναι πια κυριολεκτικά ανέφικτο να εκλείψεις ως πρόσωπο: φωτογραφίες από την εφηβική σου ηλικία, η πρώτη φορά που έπαιξες κάπου, όλ’ αυτά, είναι «προσβάσιμα» και διαθέσιμα, εκεί, για κάθε stalker που δεν έχει τίποτα καλύτερο να κάνει. Ινφέρνο.
Σε πρόσφατο άρθρο του, ο ψυχολόγος Jay Van Bavel αναρωτήθηκε εάν λίγοι και κακοί καταστρέφουν την εμπειρία του διαδικτύου για όλες μας (Are A Few People Ruining The Internet For The Rest Of Us? Guardian). O ψυχολόγος αναφερόταν σ’ αυτό που επιβεβαιώνεται με πλήθος μελετών:όσοι είναι αισχροί, χυδαίοι και προσβλητικοί στο διαδίκτυο επιβραβεύονται. Κλάψα, τοξικότητα και αυτολύπηση, εκεί είναι τα λεφτά της οικονομίας της προσοχής. Αυτό, φυσικά, δημιουργεί μία κατάσταση που οικονομικά θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «ανταγωνισμός προς τα κάτω», δηλαδή, πάλη, για να επικρατήσει ο χειρότερος.
Υπονοείται, όμως, και κάτι άλλο ενδιαφέρον στην σκέψη του ψυχολόγου. Έχουμε κάποιου είδους ευθύνη για την εικόνα που παρουσιάζει το διαδίκτυο. Φυσικά, όχι όλοι την ίδια. Ωστόσο, το διαδίκτυο είναι κάτι συλλογικό. Ουσιαστικά ποτέ δεν είμαστε εντελώς παθητικοί όσο περιηγούμαστε, αφήνουμε την προσοχή μας, τα δεδομένα και τα κλικς μας να ενισχύσουν τις επιλογές των ιστοσελίδων, διαμορφώνουμε τάσεις κλπ. Πληρώνουμε με το νόμισμα του χρόνου μας, με τα ίδια τα εγκεφαλικά μας κύτταρα.

