Πώς «αξιοποιεί» κανείς τα συναισθήματά του και τι σημαίνει αυτό; Την ντροπή, τη μοναξιά, το πένθος; Μέσα από το θέατρο μετασχηματίζονται τα τραύματα, βρίσκουν διέξοδο οι συναισθηματικές συγκρούσεις; Στο βραβευμένο «Φως οδηγός» της Κέλι Ο’ Σάλιβαν, του 2024 (στην πλατφόρμα του Cinobo), όλα είναι πολύ πραγματικά και την ίδια στιγμή, σεναριακά, πολύ μελετημένα. Η οικογένεια που πρωταγωνιστεί, πατέρας, μητέρα, έφηβη κόρη, είναι τρεις εξαιρετικοί ηθοποιοί που συνθέτουν οικογένεια και στη ζωή τους: Κιθ Κάπφερερ, Κάθριν Μάλεν Κάπφερερ, Τάρα Μάλεν.
Κεντρικός ήρωας είναι ο πατέρας, που υποδύεται έναν μεσήλικο εργάτη, δύσθυμο και μελαγχολικό, που παλεύει να διαχειριστεί την πρόσφατη απώλεια/αυτοκτονία του γιου τους. Παράλληλα έχει να αντιμετωπίσει την επιθετική, παραβατική συμπεριφορά της έφηβης κόρης τους και τον ανεξίτηλο πόνο της γυναίκας του, η οποία, παράλληλα, προσπαθεί να κρατήσει την τριμελή οικογένειά τους ενωμένη. Ο πατέρας, σε διάλυση, μπλέκει, συμπτωματικά, με μια ερασιτεχνική θεατρική ομάδα η οποία κάνει πρόβες κοντά στο εργοτάξιο όπου εργάζεται. Πρόκειται να ανεβάσουν τον σαιξπηρικό «Ρωμαίο και Ιουλιέτα».
Το επί σκηνής δράμα αρχίζει να αντικατοπτρίζει την προσωπική του ζωή. Με τον 17χρονο γιο του βίωσε μια παρόμοια συνθήκη με αυτήν που οδήγησε στον θάνατο τους μυθικούς εραστές της Βερόνας, ο ρόλος των γονιών κι εδώ, όπως στο έργο του Σαίξπηρ, είναι μοιραίος, οι ομοιότητες συνθέτουν για τον ίδιο ένα περιβάλλον δύσβατο, αλλά την ίδια στιγμή υποστηρικτικό και καθαρτικό. Ρωτάει την έφηβη κόρη του (που ασχολείται με το θέατρο στο σχολείο) πώς μαθαίνει κανείς ένα ρόλο. «Το να απομνημονεύεις τον ρόλο είναι το εύκολο», του λέει εκείνη. «Το δύσκολο είναι το συναισθηματικό ταξίδι».
Και είναι η αλήθεια. Η αλληλεπίδραση με την τέχνη είναι, πράγματι, ένα απρόβλεπτο «ταξίδι» πολλών αποχρώσεων και διαδρομών. Μπορεί να έχει «ευεξιογόνο αποτέλεσμα» για όλους όσοι συμμετέχουν στη διαδικασία, θεατές και ηθοποιούς, όπως υποστηρίζει και ο ψυχίατρος Ηλίας Βλάχος, συνδημιουργός της ιδιότυπης θεατρικής ομάδας The Healers (ιδρύθηκε το 2013, παρουσίαζε αυτές τις μέρες τη «Μήδεια» του Μποστ), που αποτελείται από επαγγελματίες της ψυχικής υγείας.
Η δραστηριότητα των The Healers προστίθεται στο ψυχοθεραπευτικό «κάδρο», αναποδογυρίζοντας τη συνήθη συνθήκη. Οι ερασιτέχνες ηθοποιοί είναι και ψυχίατροι. Οι θεραπευτές μοιάζει να γεύονται κι εκείνοι την απελευθερωτική δύναμη της τέχνης. Σαν να μοιράζονται, κατά κάποιον τρόπο, την ατάκα του πρωταγωνιστή της ταινίας ότι «με βοηθούν οι πρόβες να ξεφεύγει το μυαλό μου».
Η αλληλεπίδραση με την τέχνη είναι ένα απρόβλεπτο «ταξίδι» πολλών αποχρώσεων και διαδρομών, για όλους όσοι συμμετέχουν στη διαδικασία, θεατές και ηθοποιούς.
«Ξεφεύγοντας» επανερχόμαστε σοφότεροι (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό για τον καθένα) στον κόσμο που μας περιβάλλει. Δεν είναι μόνο η διαταραγμένη σχέση ενός ψυχικά πάσχοντος που επαναπροσδιορίζεται, αλλά όλων των παρόντων: θεατών και ερμηνευτών. Θεραπευτών και θεραπευομένων.
Οτι οι τέχνες διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στη συναισθηματική ισορροπία και υγεία είναι πολλαπλώς καταγεγραμμένο. Οπως και ότι η τέχνη καλλιεργεί συναισθήματα, προάγει την ενσυναίσθηση.
Τίποτα δεν εγγυάται, όμως, ότι το «έργο» θα έχει χάπι εντ. Αλίμονο, βέβαια, αν ήταν αυτό, μόνο, το ζητούμενο. Τότε, θα μιλούσαμε για εκ-βιαστική διεκπεραίωση, όχι για ανοιχτή διαδικασία ζωής. Ανοιχτή αλλά όχι τυφλή.
Οπως και το φως οδηγός, ένα λαμπάκι, ένα μικρό ηλεκτρικό φως που παραμένει αναμμένο στη σκηνή του θεάτρου όταν δεν είναι σε λειτουργία· για να μην είναι κατασκότεινο.
Η τριμελής οικογένεια επιστρέφει στο σπίτι της, αποκαμωμένη και μονιασμένη, μετά το τέλος της παράστασης. Θα διασχίσει το κατώφλι όταν μια καινούργια μέρα έχει αρχίσει να χαράζει.

