Η Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος ξεκίνησε φέτος τον Ιούνιο τη δική της Λέσχη Ανάγνωσης, με διττή μορφή για κάθε βιβλίο που θα συζητιέται: με φυσική παρουσία των μελών, αλλά και διαδικτυακά σε δεύτερο χρόνο για τους «δι’ ευλόγους αιτίας απολειφθέντας» αναγνώστες. Πιστεύω ότι οι Λέσχες Ανάγνωσης είναι από τους πιο ουσιαστικούς θεσμούς για το βιβλίο τα τελευταία χρόνια, ένας θεσμός μάλιστα που ξεπήδησε από μόνος του, από τα κάτω όπως λέμε, δεν τον ίδρυσε καμία υπουργική απόφαση. Τον γέννησε η ανάγκη των ανθρώπων να συζητούν για τα βιβλία που διαβάζουν. Εκτός από τις φανερές λέσχες, υπάρχουν και εκατοντάδες άλλες παρεΐστικες, που τις έχουν φτιάξει φίλοι και γνωστοί, για να συζητάνε είτε από κοντά είτε διαδικτυακά τα βιβλία που διαλέγουν. Είχα τη μεγάλη χαρά να εγκαινιάσω τη Λέσχη Ανάγνωσης της ΕΒΕ, συζητώντας με ένα εξαιρετικό κοινό το βιβλίο του Κόλουμ ΜακΚαν, «Απειρόγωνο», έργο του 2020, που κυκλοφόρησε στα ελληνικά το 2023 (μτφρ. Τόνια Κοβαλένκο, εκδ. Καστανιώτης).
Οι Λέσχες Ανάγνωσης είναι από τους πιο ουσιαστικούς θεσμούς για το βιβλίο τα τελευταία χρόνια, ένας θεσμός που γέννησε η ανάγκη των ανθρώπων να συζητούν για τα βιβλία που διαβάζουν.
Ο τίτλος του μυθιστορήματος είναι όρος της γεωμετρίας, που μας τον εξηγεί τρεις φορές ο ίδιος ο συγγραφέας: «σχήμα που διαθέτει έναν αριθμήσιμα άπειρο αριθμό πλευρών» (σ. 120, βλ. και σ. 250, 556), ένα πολύγωνο με ν πλευρές που τείνει να γίνει κύκλος, αλλά δεν γίνεται ποτέ. Ο ΜακΚαν συγκροτεί το μυθιστόρημά του ακριβώς ως απειρόγωνο: έχει 1001 αριθμημένες πλευρές, άνισες μεταξύ τους και ποικίλες (ορισμένες είναι φωτογραφίες, σχέδια, ακόμη και άγραφο κενό, απ. 284, δις). Θα μπορούσε να έχει εκατοντάδες και χιλιάδες ακόμη, όπως εξάλλου η ζωή και η ιστορία, αλλά έχει 1001 γιατί ο συγγραφέας θέλει προφανώς να παραπέμψει στις «Χίλιες και μία νύχτες». Τα αριθμημένα αποσπάσματα-πλευρές είναι μοιρασμένα σε δύο ενότητες: από το 1 έως το 500 και μετά από το 500 έως το 1. Στο κέντρο, όταν τελειώνει η πρώτη ενότητα και πριν αρχίσει η δεύτερη κατ’ αντίστροφη μέτρηση, βρίσκεται το απόσπασμα 1001, άπαξ αριθμημένο, αντίθετα με όλα τα άλλα, γραμμένο με τον τρόπο του παραμυθιού («Μια φορά κι έναν καιρό, όχι πολύ παλιά, και όχι πολύ μακριά, […]»). Στο απόσπασμα αυτό μας δηλώνεται ο μυθιστορηματικός τόπος και χρόνος: το χριστιανικό μοναστήρι του Κιρμιζάν, στην Μπέιτ Τζάλα, κοντά στη Βηθλεέμ, μια συνηθισμένη μέρα του μηνός Οκτωβρίου, του έτους, όπως ξέρουμε εξαρχής, 2016. Τη μέρα αυτή συναντιούνται εκεί ο Ισραηλινός Ράμι Ελχανάν και ο Παλαιστίνιος Μπασάμ Αραμίν, ενώπιον πολλών ακροατών, από κάθε γωνιά του κόσμου, που έχουμε μαζευτεί στο χριστιανικό μοναστήρι για να ακούσουμε την ιστορία τους και να ανακαλύψουμε «μέσα στις ιστορίες αυτές μια άλλη ιστορία, ένα άσμα ασμάτων», να ανακαλύψουμε, «εσύ και εγώ», τον εαυτό μας, «με αδημονία, με απόγνωση αλλά και με κάτι σαν ελπίδα μαζί, μπερδεμένοι, κυνικοί, συνένοχοι, βουβοί, ενώ ενεργοποιούνταν οι συνάψεις του εγκεφάλου μας και ξυπνούσαν οι δικές μας αναμνήσεις μες στο σκοτάδι που πύκνωνε, γιατί καθώς ακούγαμε ανακαλούσαμε όλες εκείνες τις ιστορίες που μένει ακόμα να ειπωθούν» (σ. 312). Από τους καλύτερους ορισμούς της λογοτεχνίας και της λειτουργίας της! Αν το σχήμα του απειρόγωνου εμπνέει τη φόρμα του μυθιστορήματος, οι «Χίλιες και μία νύχτες», «ένα στρατήγημα της ζωής εν όψει του θανάτου» (σ. 589), είναι κλειδί για το νόημά του. Η Σεχραζάντ σώζει πράγματι τη ζωή, αλλά ας μην ξεχνάμε ότι αφηγείται τις ιστορίες της ύστερα από τεράστια αιματοχυσία και υπό διαρκώς θανάσιμη απειλή. Οπως ακριβώς αφηγούνται τη δική τους ζωή ο Ράμι και ο Μπασάμ.
Οι δύο αφηγητές είναι υπαρκτά πρόσωπα, όπως και όλα τα άλλα του μυθιστορήματος, για τα οποία μπορεί να βρει ο αναγνώστης πολλές πληροφορίες από άλλες πηγές. Θα αφηγηθούν τη ζωή τους εκτενώς στα δύο αποσπάσματα που φέρουν τον αριθμό 500 – ισοτιμία! Ο Ράμι Ελχανάν είναι γιος επιζώντος του Αουσβιτς, έχει ο ίδιος λάβει μέρος σε τρεις πολέμους, από τους οποίους θα βγει ιδιότυπα αναρχικός, αδιαφορώντας πλήρως για τα πολιτικά και εθνικά ζητήματα, και επιθυμώντας απλώς να ζήσει μια ήσυχη ζωή (σ. 296). Ο Μπασάμ Αραμίν, με μια ελαφρά χωλότητα, λόγω πολιομυελίτιδας, ζει στη Δυτική Οχθη και έχει περάσει την πρώτη νεότητά του, από τα δεκαεφτά έως τα είκοσι τέσσερα, στις ισραηλινές φυλακές. Αυτούς τους δύο ανθρώπους, με την ολότελα διαφορετική αφετηρία και ζωή, θα τους σημαδέψει κοινή μοίρα: χάνουν με παρόμοιο τρόπο και οι δυο τη μικρή κόρη τους. Στις 4 Σεπτεμβρίου 1997 η Σμαντάρ, η δεκατετράχρονη κόρη του Ράμι, σκοτώνεται σε τρομοκρατική επίθεση αυτοκτονίας τριών Παλαιστινίων, την ώρα που είχε βγει να αγοράσει τα σχολικά της βιβλία. Δέκα χρόνια αργότερα, στις 16 Ιανουαρίου 2007, η Αμπίρ, η δεκάχρονη κόρη του Μπασάμ, δέχτηκε μια σφαίρα στον αυχένα από έναν δεκαοχτάχρονο Ισραηλινό συνοριακό φρουρό, μέσα από κινούμενο στρατιωτικό τζιπ, ενώ δεν ήταν σε εξέλιξη κάποια Ιντιφάντα (σ. 324). Ο Ράμι, κάθε φορά που απευθύνεται σε κοινό, ξεκινάει λέγοντας: «Ονομάζομαι Ράμι Ελχανάν. Είμαι ο πατέρας της Σμαντάρ». Το ίδιο και ο Μπασάμ: «Ονομάζομαι Μπασάμ Αραμίν, είμαι ο πατέρας της Αμπίρ». Αυτό ακριβώς είναι και θα μείνουν για πάντα, ανεπούλωτα, και οι δυο τους: πατέρες ενός δολοφονημένου αθώου κοριτσιού. Ο επώδυνος κοινός αγώνας τους δεν ταυτίζεται ακριβώς με τα ειρηνιστικά πολιτικά κινήματα, είναι μια μαρτυρία αλήθειας, πασχίζουν ενάντια στην άγνοια του ενός λαού για τον άλλο, αρχίζοντας από τον ίδιο τον εαυτό τους. Οπως θα πουν αργότερα οι δυο γιοι τους, ενωμένοι και αυτοί «κάτω από τη φριχτή στέγη του πένθους», ο Αράαμπ και ο Γιγκάλ: «Δεν συζητάμε για την ειρήνη, την κάνουμε πράξη. Το να προφέρουμε τα ονόματά τους πλάι πλάι, Σμαντάρ και Αμπίρ, αυτή είναι η δική μας απλή, ξεκάθαρη αλήθεια» (σ. 494). Χρειάζεται να συνεχίσουμε τη συζήτηση για αυτό το σπουδαίο μυθιστόρημα. Θα προσθέσω μόνο για την ώρα πως όποιος διαβάζει το «Απειρόγωνο» στη σημερινή συνθήκη, το πρώτο που θα σκεφτεί είναι ότι η φιλία και η κοινή δράση του Ράμι και του Μπασάμ είναι πια αδύνατη. Και αν δεν αισθάνεται, όχι αδικαιολόγητα, εντελώς απαισιόδοξος, ίσως και να διερωτηθεί: για πάντα;

