Επιτρέψτε μου μια ποιμενική παρομοίωση, στο πνεύμα των οπεκεπεδικών ημερών (να κι ένα καλό – ο ΟΠΕΚΕΠΕ ως διασκεδαστικός γλωσσοδέτης). Οταν πιάνεσαι με τη γίδα στην πλάτη, δεν μπορείς να αρνηθείς ούτε τη γίδα, ούτε ότι η πλάτη είναι δική σου. Τα «εναλλακτικά γεγονότα» έχουν τα όριά τους. Τι μπορείς, λοιπόν, να κάνεις;
Καθότι η αλήθεια είναι οδυνηρή και κοστίζει πολιτικά, έχεις κίνητρα να την αποφύγεις. Τι σου απομένει; Να μην αρνηθείς τα γεγονότα, αλλά να παρέμβεις στην αφήγησή τους – τι σημαίνουν και πώς πρέπει να ερμηνευθούν. Εκεί, κυρίως, παίζεται το παιχνίδι.
Ωφελιμιστικά σκεπτόμενος, έχεις δύο επιλογές. Πρώτον, είναι ευφυές να φανεί ότι αναλαμβάνεις την ευθύνη – οι τύποι μετρούν. Νοουμένου ότι θέλεις να ελαχιστοποιήσεις τη ζημία στην υπόληψή σου, η αναδοχή της ευθύνης πρέπει να είναι τόσο γενικόλογη και κρυπτική ώστε να μην είναι ζημιογόνα απο-καλυπτική. Σε βολεύει να χρησιμοποιήσεις τη γλώσσα του παρατηρητή, όχι του δρώντος.
Ως παρατηρητής εξηγείς, μιλάς με παθητική σύνταξη για ένα ανεξάρτητο από σένα φαινόμενο. «Οπως αποδεικνύεται», έγραψε ο κ. Μητσοτάκης, «οι διαχρονικές αδυναμίες του ΟΠΕΚΕΠΕ επέτρεπαν πελατειακές συμπεριφορές ρουσφετολογικού χαρακτήρα. […] Εγιναν σημαντικές προσπάθειες εξυγίανσης. Ομως ας είμαστε ειλικρινείς. Αποτύχαμε» (29/6/25).
Αν, ακροθιγώς, επιλέξεις το πρώτο πρόσωπο, φρόντισε να είναι το πρώτο πληθυντικό («αποτύχαμε»), έτσι ώστε να διαχέεται η ευθύνη. Αν, ωστόσο, κρίνεις ότι πρέπει να διευκρινισθεί η ομολογία ευθύνης, η εξήγησή σου να είναι, αφενός, οιονεί αιτιοκρατική, υποδηλώνοντας ότι το φαινόμενο ήταν σχεδόν αναπόφευκτο («διαχρονικές αδυναμίες») και, συνεπώς, η δυνατότητα παρέμβασής σου περιορισμένη, αφετέρου οιονεί τεχνική («έπρεπε να πάμε με μεγαλύτερες ταχύτητες», Χατζηδάκης, ΣΚΑΪ, 2/7/25). Το όφελος είναι διπλό: παρέχεις προσομοίωση ειλικρίνειας (αναγκαίο να φαίνεσαι «αυθεντικός») και μειώνεις την πολιτική διάσταση των επιλογών σου (καλύτερα να σε ψέξουν για «χαμηλές ταχύτητες» παρά για διορισμό ακατάλληλων ανθρώπων).
Η δεύτερη εναλλακτική είναι να αποποιηθείς την ηθική ευθύνη – αυτό που βλέπετε δεν είναι αυτό που νομίζετε. Ναι, η γίδα ήταν στην πλάτη μου, αλλά την είχα δανειστεί από τον γείτονα και την επέστρεφα. Ο παραιτηθείς υφυπουργός κ. Χατζηβασιλείου δήλωσε (27/6/25): «Ως βουλευτής Σερρών, μιας κατεξοχήν αγροτικής περιφέρειας, θέλησα να αναζητήσω [στον ΟΠΕΚΕΠΕ] δυνατότητες για μεταβίβαση δικαιωμάτων μεταξύ αγροτών συζύγων, για λόγους ανωτέρας βίας, με βάση τις σχετικές διατάξεις. Η ειλικρινής προσπάθειά μου να βοηθήσω τους συμπολίτες μου εντός του πλαισίου της νομοθεσίας δεν έχει καμία απολύτως σχέση με παράνομες πράξεις ή οικονομικές συναλλαγές».
Ο κ. Χατζηβασιλείου μας καλεί, ουσιαστικά, να τον εμπιστευθούμε – να πιστέψουμε τη δική του εκδοχή για τη μεταφορική γίδα. Αυτό που νομίζουμε (πιθανό ρουσφέτι πολιτικού σε πολίτη) δεν είναι αυτό που συνέβη. Καλοπροαίρετα, θέλουμε να τον πιστέψουμε. Ορθολογικά μιλώντας, μπορούμε; Δύσκολα.
Οπως έδειξαν οι παρακολουθούμενες τηλεφωνικές συνομιλίες, οι εμπλεκόμενοι με τον ΟΠΕΚΕΠΕ λειτουργούν περισσότερο ως «κολλητοί» και λιγότερο ως επαγγελματίες.
Γιατί; Διότι το πολιτικό σύστημα δεν διαφοροποιεί με κυρώσεις τον έντιμο από τον ρουσφετολόγο βουλευτή, τον σοβαρό από τον χυδαίο. (Ο κ. Αυγενάκης λ.χ. διαγράφηκε για προπηλακισμό πολίτη και στη συνέχεια επανεντάχθηκε στο κόμμα του. Ακόμα και τώρα, η ιδιότητα κομματικού μέλους δεν έχει ανασταλεί). Συνεπώς, εφόσον το ρουσφέτι θεωρείται εγγενές στοιχείο της πολιτικής δραστηριότητας, εύλογα υιοθετούμε την παραδοχή ότι, κατ’ αρχήν, ο τυπικός βουλευτής θα συμπεριφερθεί πελατειακά όταν διεκπεραιώνει αιτήματα ψηφοφόρων. Βεβαίως, η γλώσσα είναι εξευγενισμένη –ο βουλευτής «βοηθά», δεν συναλλάσσεται–, αλλά η φενακιστική γλώσσα είναι ουσιώδης σε πράξεις διαφθοράς για την προστασία της αυτοεικόνας των εμπλεκομένων.
Αν, λοιπόν, η κοινή γνώση υποδεικνύει ότι οι βουλευτές, γενικώς, κάνουν ρουσφέτια, δεν είναι εύλογο να θεωρήσουμε ότι, πιθανότατα, ο τάδε βουλευτής αποπειράθηκε να κάνει ρουσφέτι όταν επικοινώνησε με τον ΟΠΕΚΕΠΕ για λογαριασμό ψηφοφόρου του; Η ορθολογική απάντηση είναι καταφατική. Ισως αδικούμε τον βουλευτή, αλλά το βάρος της απόδειξης είναι πάνω του. Το συμπέρασμά μας είναι, βεβαίως, μαχητό – θα το αναθεωρήσουμε αν μας πείσει περί του αντιθέτου.
Καθότι τα σύγχρονα κράτη είναι γραφειοκρατικά, η πελατειακή σχέση απαιτεί οργάνωση για τη συντήρησή της. Ο διορισμένος από τον πρωθυπουργό υπουργός παρέχει πολιτική κάλυψη στα ρουσφέτια, κορυφαία στελέχη δημόσιων οργανισμών διεκπεραιώνουν τα ρουσφέτια διοικητικά, και οι βουλευτές και κομματάρχες λειτουργούν μεσολαβητικά. Τα γρανάζια του συστήματος κινούνται συγχρονισμένα όταν, ιδανικά, όλα προέρχονται από το ίδιο κομματικό καλούπι. Οταν αυτό δεν είναι εφικτό, προτιμώνται οι οσφυοκάμπτες σταδιοδρομιστές – «σειληνοί του κράτους».
Ενδεικτικά για τον ΟΠΕΚΕΠΕ: οι κ. Μελάς (πρόεδρος) και Ζερβός (αντιπρόεδρος) ήταν στελέχη της Ν.Δ. Ο κ. Μπαμπασίδης (αντιπρόεδρος και, κατόπιν, πρόεδρος), εγκληματολόγος (!), δραστηριοποιούμενος σε κρατικούς οργανισμούς με πολιτικές διασυνδέσεις. Ο κ. Στρατάκος (γενικός γραμματέας Αγροτικής Ανάπτυξης) πρώην στέλεχος στο γραφείο του «γαλάζιου» υφυπουργού Εξωτερικών Π. Δούκα. Εν ολίγοις: απουσιάζουν η αξιοκρατία και τα θεσμικά αντίβαρα – κυριαρχεί ο «ημετερισμός». Οπως έδειξαν οι παρακολουθούμενες τηλεφωνικές συνομιλίες, οι εμπλεκόμενοι λειτουργούν περισσότερο ως «κολλητοί» και λιγότερο ως επαγγελματίες.
Αν, λοιπόν, ο κ. Μητσοτάκης αντέχει την αλήθεια, μετά το ευπρόσδεκτο «αποτύχαμε» πρέπει να προσδιορίσει πού, πώς και γιατί. Θα αγγίξει, τότε, τον καυτό πυρήνα του προβλήματος. Μεταχειρίστηκε κι αυτός κρίσιμους δημόσιους οργανισμούς σαν κομματικά λάφυρα. Σήμερα το πληρώνει.
*Ο κ. Χαρίδημος Κ. Τσούκας (www.htsoukas.com) είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και ερευνητής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Warwick.

