Η Λιβύη παραμένει εδώ και χρόνια στο επίκεντρο μιας γεωπολιτικής εξίσωσης που επηρεάζει άμεσα τα ελληνικά συμφέροντα στην Ανατολική Μεσόγειο.
Μετά την υπογραφή του τουρκολιβυκού μνημονίου το 2019, η Αθήνα αναζήτησε τρόπους να το αμφισβητήσει ή να περιορίσει τις συνέπειές του. Σε αυτή την προσπάθεια, προβλήθηκε ως «σύμμαχος» ο στρατηγός Χαλίφα Χαφτάρ, ο ισχυρός άνδρας της Ανατολικής Λιβύης, ο οποίος τότε φάνταζε ως ο φυσικός αντίπαλος της κυβέρνησης της Τρίπολης αλλά και εχθρός της Τουρκίας. Ετσι διαμορφώθηκε μια γραμμή που παρά τα σημάδια επανήλθε τα επόμενα χρόνια, η Ελλάδα στήριξε πολιτικά και διπλωματικά έναν ασταθή και ανυπόληπτο παράγοντα, ελπίζοντας ότι θα μπορούσε να ανατρέψει τις ισορροπίες και να μπλοκάρει το σύμφωνο Αγκυρας – Τρίπολης – κόντρα όμως στη γραμμή των περισσότερων Ευρωπαίων εταίρων, που αναγνώριζαν σταθερά τη διεθνώς νομιμοποιημένη κυβέρνηση της Τρίπολης.
Μέχρι σήμερα παραμένει αναπάντητο πώς και με ποια κριτήρια χαράχθηκε αυτή η γραμμή το 2019, μια επιλογή που καθόρισε τα επόμενα βήματα της ελληνικής πολιτικής στη Λιβύη, περιορίζοντας τα περιθώρια ελιγμών και διαλόγου.
Πέντε χρόνια μετά, η πραγματικότητα δείχνει πόσο αβέβαιη και βραχυπρόθεσμη αποδείχθηκε αυτή η τακτική.
Ο Χαφτάρ όχι μόνο δεν ακύρωσε το μνημόνιο αλλά πρόσφατα αποδέχθηκε σιωπηρά την ύπαρξή του, συνεργαζόμενος με την κυβέρνηση της Τρίπολης σε ζητήματα που εξυπηρετούν τα δικά του συμφέροντα. Την ίδια στιγμή, η Αγκυρα αξιοποιεί τη διπλή επαφή: στηρίζει την κυβέρνηση της Τρίπολης στρατιωτικά και πολιτικά, αλλά διατηρεί ανοιχτούς διαύλους και με τον Χαφτάρ, εξασφαλίζοντας προνομιακή πρόσβαση σε ενεργειακά projects και γεωπολιτικά ανταλλάγματα.
Η Ελλάδα, αντίθετα, περιορίστηκε σε μια μονοδιάστατη τακτική. Η αρχική επιλογή συνεργασίας με τον Χαφτάρ είχε τότε μια εξήγηση, αφού η κυβέρνηση της Τρίπολης υπέγραψε το μνημόνιο με την Τουρκία, αμφισβητώντας ευθέως ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα. Ωστόσο, η επιμονή σε αυτόν τον δρόμο, αγνοώντας τη δυναμική της ευρωπαϊκής στάσης και τις εξελίξεις επί του πεδίου, άφησε την Αθήνα εκτός του κεντρικού διαλόγου για το μέλλον της Λιβύης.
Η σημερινή εικόνα είναι ξεκάθαρη:
• Η διεθνής νομιμότητα στη Λιβύη παραμένει στην Τρίπολη.
• Η Αγκυρα διατηρεί επιρροή και στις δύο πλευρές.
• Η Ελλάδα έχει περιορισμένη συμμετοχή στη διαμόρφωση των εξελίξεων.
Η Ελλάδα οφείλει να επανέλθει στο προσκήνιο με στρατηγική πολλαπλών διαύλων.
• Ο Χαφτάρ παραμένει τοπικός παράγοντας ισχύος, αλλά όχι ο καθοριστικός «ανατροπέας» που φαντάστηκε η ελληνική πλευρά.
Το διακύβευμα είναι μεγάλο: το τουρκολιβυκό μνημόνιο εξακολουθεί να ισχύει, ενώ ο ενεργειακός σχεδιασμός στην Ανατολική Μεσόγειο προχωρά, συχνά χωρίς την Αθήνα να έχει ουσιαστικό λόγο στις λιβυκές διαπραγματεύσεις.
Σε αυτή τη φάση, η ελληνική διπλωματία καλείται να προχωρήσει σε τρία ρεαλιστικά βήματα:
Πρώτον, να προσαρμόσει τη στρατηγική της απέναντι στη Λιβύη, αναγνωρίζοντας ότι η μονομερής στήριξη στον Χαφτάρ δεν αρκεί και δεν μπορεί να είναι ο μόνος άξονας πολιτικής.
Δεύτερον, να επαναδραστηριοποιήσει διαύλους επικοινωνίας με την κυβέρνηση της Τρίπολης, όσο απαιτητικό κι αν είναι αυτό διπλωματικά, αποδεικνύοντας ότι η Ελλάδα μπορεί να σταθεί ως εταίρος σταθερότητας και ανοικοδόμησης – και όχι απλώς ως αντίβαρο της Τουρκίας. Η ιταλική στάση, όπως εκφράστηκε μέσα από την πρωτοβουλία Μελόνι, δείχνει τον δρόμο για το πώς μια χώρα-μέλος της Ε.Ε. μπορεί να επιστρέψει δυναμικά σε ένα σύνθετο μέτωπο, χωρίς αυταπάτες αλλά και χωρίς να αφήνει κενά.
Τρίτον, να διεκδικήσει πιο αποφασιστικό ρόλο εντός Ε.Ε., ζητώντας από την Eνωση να λειτουργήσει συντονιστικά στις θαλάσσιες διεκδικήσεις και να στηρίξει την αναστολή ή την αναθεώρηση της εφαρμογής του μνημονίου. Η ευρωπαϊκή διάσταση παραμένει το ισχυρότερο χαρτί της Αθήνας, αν αξιοποιηθεί συντονισμένα και έγκαιρα.
Η Λιβύη δεν είναι χαμένη υπόθεση. Είναι όμως πεδίο όπου όποιος μένει αμέτοχος, χάνει έδαφος. Η Τουρκία το κατάλαβε εγκαίρως και κινείται αθόρυβα αλλά ουσιαστικά. Η Ελλάδα οφείλει να επανέλθει στο προσκήνιο με στρατηγική πολλαπλών διαύλων, ρεαλισμό και σταθερή προσήλωση στο εθνικό συμφέρον χωρίς αυταπάτες για πρόσωπα και χωρίς πολιτικά αδιέξοδα που αφήνουν κενά για άλλους.
Η γεωπολιτική δεν αντέχει ευχολόγια και συναισθηματισμούς. Απαιτεί σταθερή πυξίδα, ευελιξία και μεθοδικότητα, ώστε η χώρα να μη βρεθεί ξανά απροετοίμαστη χωρίς συνομιλητές και χωρίς συμμάχους.
*Ο κ. Δημήτρης Αβραμόπουλος είναι π. Ευρωπαίος Επίτροπος Μετανάστευσης, Εσωτερικής Ασφάλειας και Ιθαγένειας.

