Πριν μετατρέψουμε την ανησυχητική αύξηση στη ροή μεταναστών σε κορυφαίο εθνικό ζήτημα, χρήσιμο είναι να δούμε το πρόβλημα στις διαστάσεις του. Ετσι, ίσως μπορέσουμε να αναζητήσουμε τις πιο κατάλληλες διαδικασίες για τη διαχείρισή του, χωρίς αυτό να σημαίνει πως υπάρχει εύκολη λύση, ούτε πως όλες οι μεταβλητές και όλοι οι παράγοντες που εμπλέκονται θα λειτουργήσουν όπως αναμένουμε ή όπως θα θέλαμε. Ο φόβος ανεξέλεγκτης μετανάστευσης, ο φόβος κοινωνικής και πολιτικής αναστάτωσης είναι ζωτικής σημασίας ζήτημα για κάθε χώρα, και για την Ευρωπαϊκή Ενωση, και απαιτεί ψύχραιμη αντιμετώπιση. Το χρήμα και ο χρόνος που η Ενωση αφιέρωσε έως τώρα δεν έφεραν το ποθητό αποτέλεσμα, όπως αποδεικνύουν οι αφίξεις στα νότια παράλια της Κρήτης. Ας δούμε, λοιπόν, τις παραμέτρους του ζητήματος.
Στη Λιβύη, μεγάλος αριθμός ανθρώπων από αφρικανικές και αραβικές χώρες ελπίζει, στην απόγνωσή του, να φθάσει στην Ευρώπη. Εάν οι δυνάμεις που ελέγχουν τη δυτική και ανατολική Λιβύη δεν αποτρέψουν τον απόπλου, τα σκάφη με μετανάστες θα συνεχίσουν να κατευθύνονται προς την Κρήτη, τη Γαύδο και τα νοτιότερα ιταλικά νησιά. Η άμυνα με πολεμικά μέσα είναι ανέφικτη – το Πολεμικό Ναυτικό δεν θα βυθίσει βάρκες με μετανάστες και πρόσφυγες. Αυτό που χρειάζεται είναι συμφωνία με τη Λιβύη.
Καθώς η Τουρκία σήμερα παίζει κυρίαρχο «συμβουλευτικό» ρόλο εκεί, το ερώτημα είναι ποιο αντάλλαγμα θα ζητήσουν οι «ισχυροί άνδρες» της ταλαίπωρης αφρικανικής χώρας. Οσο η Λιβύη δεν εμποδίζει τους μετανάστες και πρόσφυγες, η αποτροπή βασίζεται στη σκληρή αντιμετώπισή τους εδώ, κάτι που η ελληνική κυβέρνηση επιχειρεί. Η απειλή φυλάκισης και επιστροφής, η αναστολή διαδικασιών παροχής ασύλου, όμως, δεν θα σταματήσουν απεγνωσμένους ανθρώπους, ούτε θα πτοήσουν αυτούς που ενθαρρύνουν τη μαζική ροή μεταναστών ως μοχλό πίεσης εναντίον των Ευρωπαίων.
Η αθρόα έλευση μεταναστών αναδεικνύει προβλήματα στις υποδομές και στις διαδικασίες για τη διαχείριση του προβλήματος. Αυτό προκαλεί προβλήματα για τοπικές κοινωνίες και για επιχειρήσεις (κυρίως τουριστικές), όπως δηλώνουν στην κοινή επιστολή που έστειλαν στην κυβέρνηση οι οργανώσεις που ασχολούνται με τον τουρισμό στην Κρήτη. Σε αυτές τις συνθήκες, η κυβέρνηση δέχεται επιθέσεις από τα δεξιά (ότι είναι ανεκτική και αδύναμη) και από τα αριστερά (ότι οι αποφάσεις της είναι παράνομες και η συμπεριφορά της ακραία).
Τα αυστηρότερα μέτρα εναντίον των μεταναστών και προσφύγων επιτρέπουν στην κυβέρνηση να φανεί ότι «κάνει κάτι» για τις τοπικές κοινωνίες, και για τους δικούς της ψηφοφόρους. Από την άλλη, όμως, αυτό μπορεί να αποξενώσει κεντρώους ψηφοφόρους – εκτός, πάλι, αν κι αυτοί έχουν πιστέψει στην ανάγκη τέτοιων μέτρων. Σοβαρός κίνδυνος είναι ότι η εφαρμογή πολιτικής που η άκρα Δεξιά απαιτεί εδώ και χρόνια την «απενοχοποιεί», τη θέτει στο κέντρο της πολιτικής, αποδυναμώνει τα κεντρώα κόμματα.
Εν ολίγοις, είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς εάν τα αυστηρότερα μέτρα σε τοπικό ή εθνικό επίπεδο θα βοηθήσουν στη διαχείριση του προβλήματος της μαζικής μετανάστευσης. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η μόνη αποτελεσματική λύση θα ήταν η Ε.Ε. να χρησιμοποιήσει όλη την οικονομική και πολιτική ισχύ της για να αποτρέψει τη ροή μεταναστών από τη Λιβύη, να δείξει εμπράκτως πως θεωρεί τα σύνορα χώρας-μέλους σύνορα της Ενωσης, να αναλάβει τη διαχείριση, την επιστροφή ή την εγκατάσταση μεταναστών και προσφύγων όπου αυτό είναι δυνατό. Αφήνοντας «ακριτικές» χώρες-μέλη να σηκώνουν τέτοια βάρη μόνες τους, συμβάλλει –σε κάθε χώρα– στην ενίσχυση πολιτικών δυνάμεων που έχουν στόχο τη διάλυση της Ενωσης. Εάν είναι να επιζήσει η Ε.Ε., πρέπει σήμερα να αποδείξει ότι το θέλει.

