Η Ελλάδα δεν βρίσκεται ψηλά στην ατζέντα εξωτερικής πολιτικής του Ντόναλντ Τραμπ. Δεν υπάρχουν σημεία τριβής. Οι διμερείς σχέσεις είναι εξαιρετικές. Η Αθήνα αποτελεί αξιόπιστο σύμμαχο, περιφερειακό σταθεροποιητικό παράγοντα και οι αμυντικές της δαπάνες είναι από τις μεγαλύτερες ως ποσοστό του ΑΕΠ της στο ΝΑΤΟ.
Ταυτόχρονα, ο Αμερικανός πρόεδρος αποδίδει στη γειτονική Τουρκία αυξημένη γεωπολιτική αξία και της αναγνωρίζει ρόλο στην ευρύτερη περιοχή, μαζί με το Ισραήλ και τη Σαουδική Αραβία. Και εδώ η Αθήνα έχει κινηθεί σωστά έχοντας αναπτύξει στρατηγική συνεργασία με την Ιερουσαλήμ, ενώ τα τελευταία χρόνια εμβαθύνει τη σχέση της με το Ριάντ.
Αυτό είναι το περιφερειακό σκηνικό. Υπάρχει και η παράμετρος της προσωπικότητας του Τραμπ, ο οποίος αρέσκεται να εμφανίζεται ως ο άνθρωπος που παρεμβαίνει καθοριστικά, αλλάζει τα δεδομένα και βρίσκει λύσεις. Υπό αυτό το πρίσμα, είναι πιθανό κάποια στιγμή να επιλέξει να εμπλακεί σε μια απόπειρα ομαλοποίησης των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Οχι απαραίτητα με πυξίδα το διεθνές δίκαιο, αλλά τον ρεαλισμό όπου, εκ των πραγμάτων, πρωτεύοντα ρόλο παίζει το ειδικό βάρος κάθε χώρας και, τελικά, ο νόμος του ισχυρού.
Ο Αμερικανός πρόεδρος αρέσκεται να εμφανίζεται ως ο άνθρωπος που παρεμβαίνει και επιτυγχάνει συμφωνίες.
Ο Αμερικανός πρόεδρος δρα ως επιχειρηματίας, του αρέσουν οι διαπραγματεύσεις και, φυσικά, η επίτευξη συμφωνιών. Θέλει να μεγιστοποιεί τα οφέλη για την Αμερική και, κυρίως, να πιστώνεται την επιτυχία ο ίδιος. Το έχει δείξει με τις δηλώσεις, και όπου χρειάσθηκε με τις έμπρακτες παρεμβάσεις του, στους πολέμους της Ουκρανίας και των 12 ημερών μεταξύ Ισραήλ και Ιράν, όσο και στην κρίση ανάμεσα σε δύο πυρηνικές δυνάμεις, την Ινδία και το Πακιστάν.
Παρότι σε αυτή τη φάση η Ουάσιγκτον δεν εστιάζει στην Ελλάδα, στο Αιγαίο ή στην Κύπρο, είναι πιθανό, υπό την παρότρυνση και του προσωπικού φίλου του, πρέσβη στην Αγκυρα, Τομ Μπάρακ, ο Αμερικανός πρόεδρος να αναλάβει πρωτοβουλία για την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών και του Κυπριακού.
Αν το κάνει, δεν θα το κάνει μόνο για στρατηγικούς λόγους ή για τη στήριξη των συμφερόντων των αμερικανικών ενεργειακών κολοσσών που δραστηριοποιούνται στην περιοχή, αλλά πιθανώς και για να δείξει στην ελληνοαμερικανική κοινότητα ότι θέλει και μπορεί να δώσει ένα τέλος σε αυτή τη διαχρονική ένταση που αποτελεί τη βασική πηγή ανησυχίας για τον Ελληνισμό εδώ και δεκαετίες.
Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα φθάσουμε σε μια τέτοια εξέλιξη. Ωστόσο, καλό θα ήταν να προετοιμασθούμε κατάλληλα, τόσο σε διμερές επίπεδο με τις ΗΠΑ όσο και ευρύτερα, ώστε να μη χρεωθεί η Ελλάδα μία ενδεχόμενη αποτυχία της προσπάθειας που θα μπορούσε να εκληφθεί και ως αποτυχία του ιδίου του Τραμπ, με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται.

