Στις αρχές της χρονιάς, ο Χρήστος Χωμενίδης και ένας δημοσιογράφος βρέθηκαν στο Cigar Lounge της «Μεγάλης Βρεταννίας», ένα μπαράκι με υποβλητικό φωτισμό και διακόσμηση ποτισμένη από τους καημούς των καπνιστών πούρων. Εκεί που ετοιμάζονταν να βουλιάξουν στις δερμάτινες πολυθρόνες τους, ο συγγραφέας στάθηκε για να καλησπερίσει 3-4 «αλεπούδες» που μόλις εγκατέλειπαν το διπλανό τραπέζι. «Αυτοί βγήκαν από μυθιστόρημα του Χωμενίδη;» ρώτησε λίγο ειρωνικά ο δημοσιογράφος. Το υπονοούμενο αφορούσε τη «Δίκη Σουάρεφ». Η παρέα έμοιαζε με τους δικηγόρους που «κάνουν παιχνίδι» στις σελίδες του.
Επειτα από λίγες ημέρες κυκλοφόρησε η «Πανδώρα». Δεν πέρασαν δυο μήνες και οι αναγνώστες είδαν να πετάγεται ολοζώντανο μέσα από το βιβλίο το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ. Μαντεύει το μέλλον ο Χωμενίδης, όπως ο Ουελμπέκ;
Η Πανδώρα Σταφυλά είναι μια γυναίκα 24 ετών, που για λόγους άσχετους με το δημόσιο συμφέρον θέλει να γίνει βουλευτής. Ο βετεράνος βουλευτής Παναγής Αρέστης αναλαμβάνει να την ξεναγήσει στη φανταστική Σταφιδούπολη, όπου θα κατέβει υποψήφια. Ακολουθεί αλησμόνητος διάλογος του Παναγή με την Πανδώρα, που λύνει όσες απορίες μπορεί να έχουν τα μέλη της κοινωνίας των πολιτών.
Οι αναγνώστες είδαν να πετάγεται ολοζώντανο μέσα από το βιβλίο του Χωμενίδη το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ.
«Είχες ξαναγνωρίσει, Πανδώρα, κτηνοτρόφο;». «Οχι». «Πού να ‘χεις; Απατεώνες οι περισσότεροι. Κακιάς σποράς γεννήματα. Ζουν εις βάρος του Ευρωπαίου φορολογούμενου. Σαράντα πέντε χρόνια τώρα, δυο γενιές. Κλαίγονται κι από πάνω…».
Ο Παναγής εξηγεί ότι «στα πρόβατα και στα κατσίκια φοράνε διά νόμου σκουλαρίκι». Ανάλογα με τον αριθμό τους υπολογίζονται οι επιδοτήσεις. Συμφέρει, άρα, να φουσκώσεις τα νούμερα. «Δύο στα τρία σκουλαρίκια κατά μέσο όρο περνιούνται όντως στα αυτιά που προορίζονται. Το άλλο καταλήγει στο συρτάρι. Στην ελληνική ύπαιθρο, καλή μου, τα συρτάρια βελάζουν!».
Ο Παναγής προλαβαίνει τις αντιρρήσεις της εκκολαπτόμενης πολιτικού. «Δεν αφήνουμε –εννοείται– τον φουκαρά τον Eλληνα αγρότη να αντιμετωπίζει αβοήθητος τους ελεγκτικούς μηχανισμούς. Τον προστατεύουμε, τον καλύπτουμε, νομοθετούμε εν ανάγκη υπέρ του. Γι’ αυτό δεν μας ψηφίζει; Κι εγώ είχα τρομερές ενστάσεις, ώσπου συνειδητοποίησα ότι η κτηνοτροφία μας είναι μη βιώσιμη, όπως και πολλοί τομείς της γεωργίας μας».
Εξηγεί στην Πανδώρα ότι η ελληνική πολιτική τάξη δεν θέλει να αφήσει τους Eλληνες αγρότες να έχουν την τύχη των Γάλλων, που πνίγουν την απελπισία τους στο πιο φθηνό αλκοόλ και στα ναρκωτικά. Και καταλήγει: «Oποιος είναι έξω από το χορό πολλά τραγούδια λέει. Μπορεί να παριστάνει τον αδιάφθορο ή τον οικολόγο (…) αλλά εμείς οι αληθινοί πολιτικοί δίνουμε τις καθημερινές μάχες. Για ένα στοιχειώδες δίχτυ ασφαλείας, πελατειακό έστω, σύμφωνο προς τις παραδόσεις μας. Για όσο αντέξει…».

