Τους έμαθα, όχι μέσα από ψηφιακές πλατφόρμες, αλλά από έναν φίλο. Τα «σκληρά» τραγούδια τους, άλλοτε «θηριώδη» και άλλοτε πιο περίτεχνα, ήταν από εκείνα που δίνουν σε έναν προέφηβο την αυτοπεποίθηση ότι μπορεί να τα βάλει με ένα βουνό από άγχη της ηλικίας του. Το στυλ τους, επίσης, λιγότερο «ξεσηκωτικό» από των Led Zeppelin, καθησύχαζε και άλλες αγορίστικες αγωνίες. Ηταν όμως και ο μπροστάρης των Black Sabbath, που μου επέτρεπε κυρίως να διασκεδάζω μαζί τους και λιγότερο να τους θεοποιώ. Ο Οζι Οσμπορν, αυτός ο τρελάρας «πρίγκιπας του σκότους», ήταν συγκριτικά με άλλους ροκ σταρ ένας «κανονικός» τύπος από το εργατικό Μπέρμιγχαμ, επιρρεπής σε ανοησίες, παρά προικισμένος με κάποια βιρτουοζιτέ. Ναι, το τραγούδι του σε τρόμαζε λιγάκι, αλλά με τον καθησυχαστικό τρόπο ενός παλιού, καλού θρίλερ.
Τι από τα παραπάνω ίσχυε άραγε στην τελευταία συναυλία των Black Sabbath, που πραγματοποιήθηκε το Σάββατο στη μαύρη και άραχλη γενέτειρά τους; Είχε μήπως κάποια σημασία το γεγονός ότι οι «πατέρες του χέβι μέταλ» έπαιξαν μόλις τέσσερα τραγούδια, έπειτα από ένα πρώτο πολύωρο σόου, στη διάρκεια του οποίου οι επίγονοί τους (δηλαδή μπάντες όπως οι Metallica, οι Guns’n’Roses κ.ά.) τους απέτισαν μουσικό φόρο τιμής και εξέφρασαν την ευγνωμοσύνη τους;
Καθώς δεν βρισκόμουν ανάμεσα στους 40.000 «προσκυνητές» που συνέρρευσαν στο στάδιο της Αστον Βίλα στο Μπέρμιγχαμ, η άποψή μου ταιριάζει ίσως με εκείνη των 5,8 εκατομμυρίων που παρακολούθησαν τους Black Sabbath διαδικτυακά. Μέσω μιας οθόνης, λοιπόν, ήταν εμφανές ότι τα «War Pigs», «Iron Man», «NIB» και «Paranoid» παίχτηκαν λίγο πιο διστακτικά από το συνηθισμένο. Ο ίδιος ο Οζι, που παρουσίασε κι ένα σετ με κομμάτια της προσωπικής του καριέρας, τραγούδησε καθισμένος σε έναν κατάμαυρο θρόνο, με φωνή ενίοτε λυγισμένη από τις περιπέτειες της υγείας του και βλέμμα συχνά έντρομο, παρά τρομακτικό.
Ευτυχώς που έγινε έτσι. Εκτός από ακριβείς τονικότητες και σωστά μέτρα, η μουσική, λέει ο μουσικολόγος Κρίστοφερ Σμολ, είναι και μια διαδικασία στην οποία κάποιος συμμετέχει απλώς παράγοντας συναισθήματα, νοήματα, αναμνήσεις, σχέσεις με άλλους ανθρώπους. Η καλύτερη μουσική του κόσμου, λέει ένα άλλο ρητό, είναι αυτή που αγαπήσαμε, και πάλι καλά που ο Οζι δεν μπορούσε να την κάνει να ακουστεί ακριβώς όπως ακουγόταν κάποτε. Μια τέτοια απαίτηση –όχι μόνο από εκείνον, από οποιονδήποτε– δεν θα του επέτρεπε να πάει παρακάτω. Ή έστω, επιτέλους, να ξεκουραστεί.

