Συνομιλίες και απόρρητο

3' 36" χρόνος ανάγνωσης

Θυμίζουμε –η καταιγιστική αγριότητα της επικαιρότητας το επιβάλλει– ότι η άρση του επικοινωνιακού απορρήτου συνιστά εξαιρετικό μέτρο, του οποίου η ενεργοποίηση αποτελεί ιδιαιτέρως επεμβατικό περιορισμό στο απολύτως απαραβίαστο δικαίωμα που κατοχυρώνεται στο άρθρο 19 του εθνικού Συντάγματος και σε πληθώρα υπερεθνικών ρυθμίσεων. Υπό αυτή την έννοια, κατά την ειδικότερη πρόβλεψη του άρθρου 7 παρ. 1 του ν. 5002/2022, «… το υλικό που αποτυπώθηκε σε εκτέλεση της διάταξης για την άρση του απορρήτου σε περίπτωση διακρίβωσης εγκλημάτων επισυνάπτ[εται] στη δικογραφία, αν συνιστ[ά] αποδεικτικ[ό] μέσ[ο] για την ποινική δίωξη ή την αθώωση του κατηγορουμένου κατά την κρίση της αρχής που εξέδωσε τη διάταξη». Και μάλιστα, από το αποτυπωθέν υλικό, επισυνάπτεται μόνο ό,τι κατά την κρίση της δικαστικής αρχής εισφέρει αποδεικτικά στη διακρίβωση του ερευνώμενου αδικήματος ή στην αθώωση του κατηγορουμένου.

Συνεπής προς το αναλογικό μέτρο του περιορισμού, με όρους αυστηρής αναγκαιότητας, η κατά νομοθετική οικονομία επιλεκτική διατήρηση συναφών μόνο υποσυνόλων εκ του αποτυπωθέντος ηχητικού τεκμηρίου, συνιστά τη μόνη ανεκτή οριοθέτηση εντός της δημοκρατικής πολιτείας. Με άλλα λόγια, η δικαιοκρατική αρχή της ελαχιστοποίησης διαμορφώνει ακόμη και τα κριτήρια συγκρότησης της δικογραφίας, ενώ κοινός τόπος σε κάθε στάδιο της διαδικασίας είναι η επέμβαση στο δικαίωμα με τη μέγιστη δυνατή φειδώ.

Αυτά επί της αρχής. Στην πράξη, ωστόσο, η επικαιρότητα των ημερών, στο πλαίσιο της υπόθεσης που αφορά τη διαχείριση κοινοτικών κονδυλίων από τον Οργανισμό Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύσεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΟΠΕΚΕΠΕ), αναιρεί για μια ακόμα φορά την κανονιστική τάξη: ο έντυπος και ηλεκτρονικός Τύπος, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης εν γένει, καθώς επίσης και το σύνολο των κοινωνικών δικτύων, έχουν κατακλυστεί από απομαγνητοφωνημένες συνομιλίες ελεγχόμενων πολιτικών και υπηρεσιακών στελεχών του οργανισμού. Εξυπακούεται ότι οι περιλαμβανόμενες στη διαβιβασθείσα από την ευρωπαϊκή Εισαγγελία δικογραφία συνομιλίες αφορούν την εν εξελίξει μυστική προδικασία της διερευνώμενης υπόθεσης.

Το γεγονός ότι ο ΟΠΕΚΕΠΕ υφίσταται, κατά την καταστατική αποστολή του υπέρ του δημοσίου συμφέροντος, με στόχο την «έγκαιρ[η], σωστ[ή] και διαφαν[ή]» καταβολή «των αγροτικ[ών] ενισχύσε[ων] που χορηγούνται από την Ευρωπαϊκή Eνωση στον γεωργικό τομέα» καθιστά την παρούσα υπόθεση ένα ακόμα θλιβερό επεισόδιο συστημικής διαφθοράς, ιδιοκτησιακής αντίληψης της εξουσίας και εμπεδωμένης ιδιοχρησίας των δημόσιων οργανισμών προς διασφάλιση ατομικών προνομίων ευθέως ανάλογων με την εγγύτητα των ωφελούμενων προς τους κρατούντες. Πρόκειται για εκδοχή δομικής κακοδιαχείρισης του δημόσιου πεδίου, η οποία αθροιζόμενη στα νωπά τραύματα της τραγωδίας των Τεμπών και της Πύλου, των παράνομων παρακολουθήσεων και ουκ ολίγων ακόμα πρόσφατων παρεκκλίσεων από τα στοιχειώδη a priori του κράτους δικαίου, συμβάλλει καθοριστικά στην περαιτέρω υποβάθμιση της δημοκρατικής ποιότητας.

Η αναντίρρητη αυτή πραγματικότητα, ωστόσο, δεν νομιμοποιεί τη δημοσιοποίηση ενοχοποιητικών συνομιλιών, ούτε τη διαπόμπευση των ενεχόμενων, καθ’ υπέρβαση των εγγυήσεων που περιβάλλουν τη διαχείριση του απομαγνητοφωνηθέντος προϊόντος, μετά την άρση του επικοινωνιακού απορρήτου. Eναντι της έκτυπης διάβρωσης των θεσμών, ως δημοκρατικό αντίμετρο δεν νοείται η εκ παραλλήλου παραβίαση έτερων νομικών κανόνων, καθ’ υπαγόρευση του κοινού περί δικαίου αισθήματος ή κατ’ επίκληση ενός υπόρρητου επιχειρήματος περί εγγενούς απαξίας των αυτουργών. Oσο κοινότοπη κι αν είναι η υπόμνηση των θεμέλιων αρχών του νομικού μας πολιτισμού, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αντιαισθητική και βαθιά ταπεινωτική αλληλουχία γεγονότων που συγκροτούν τη σκοτεινή υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ, αποτελεί τυπική περίπτωση επείγουσας εφαρμογής τους.

Είναι αλήθεια ότι η διά βοής αποδοκιμασία όλων όσοι υπό την επήρρεια μιας ψευδαισθητικής παντοδυναμίας, απότοκη της συνάφειάς τους με την εφήμερη εξουσία ή τις παρυφές της, διαρρηγνύουν προκλητικά τη σχέση τους με τη δίκαιη πολιτεία, λειτουργεί πολύ πιο εκτονωτικά σε σχέση με τη μακρόσυρτη –και συχνά αμφιλεγόμενη– θεσμική απόδοση ευθυνών. Με όρους θυμικού πράγματι, είναι απολύτως ευεξήγητη η έκρηξη οργής και η ακραία απαξίωση ενός πολιτικού περιβάλλοντος και των παραφυάδων του, που συστηματικά αποδομούν τους δημοκρατικούς κανόνες περιφρονώντας το λόγον διδόναι σε κάθε εκδοχή του.

Ακριβώς όμως για τους ίδιους λόγους, η προσήλωση στη θεσμική διαδικασία επιμερισμού ευθυνών και κάθαρσης αποτελεί απαρέγκλιτη προϋπόθεση για τη διασφάλιση της δημοκρατικής νομιμότητας. Η διολίσθηση σε ασύντακτες μεθόδους άμεσης εκτόνωσης και συλλογικού αναθέματος, με δυναμική αυτοδικίας, δεν προοιωνίζεται τίποτα καλό για την κοινωνική ευημερία και τη δημοκρατική ευθραυστότητα. Η συγκριτική εμπειρία στον πλανήτη εισφέρει επίκαιρες, οδυνηρές αναλογίες. Oσο οι θεσμοί της συντεταγμένης πολιτείας –της εγχώριας δικαιοσύνης περιλαμβανομένης– δεν εμπνέουν εμπιστοσύνη, οι δικαιοκρατικές εγγυήσεις υπονομεύονται από επικίνδυνες απλουστεύσεις και ύπουλους λαϊκισμούς. Και εδώ, η ευθύνη πλέον προσωποποιείται στο ύφος γραφής και στα πεπραγμένα κάθε δημόσιου λειτουργού· στις πράξεις και στις παραλείψεις του, σε όσα αναδεικνύει και σε όσα συναινεί να αποσιωπήσει.

*Η δρ Αικατερίνα Παπανικολάου είναι δικηγόρος, τέως μέλος στην Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT