Η δημοσιογράφος του τηλεοπτικού καναλιού που κάλυπτε προχθές σε ζωντανή μετάδοση τη φωτιά στη Ραφήνα είχε καταφέρει να πλησιάσει τον αντιπρόεδρο της Πολιτικής Προστασίας του τοπικού δήμου. «Ξέρετε αν έχουν καεί σπίτια;» ρωτούσε γεμάτη αγωνία η συνάδελφος. Ομως, το αποφασιστικό βλέμμα αυτού του άνδρα που χανόταν στο βάθος, στην κορυφογραμμή μιας απότομης καταπράσινης πλαγιάς με λίγα πεύκα στη βραχώδη επίστεψή του, έδειχνε ότι η δική του αγωνία ήταν άλλης τάξεως: «Ισως έχουν καεί 4-5 σπίτια ή μάντρες, αλλά αυτή τη στιγμή η προτεραιότητα είναι να μην καεί το βουνό».
Να ήξερε, άραγε, ότι αυτή η θέση δεν είναι πλειοψηφική στην ελληνική κοινωνία; Οι δημοσιογράφοι –και η κοινή γνώμη– έχουμε εκπαιδευθεί στην ακριβώς αντίθετη προσέγγιση: αφού λύσαμε το θέμα της απόλυτης προτεραιότητας της ανθρώπινης ζωής (ιδίως μετά τις δραματικές εμπειρίες του 2007 στην Πελοπόννησο και του 2018 στο Μάτι), η πλειοψηφούσα αντίληψη θέλει πρώτα τις περιουσίες και μετά το φυσικό περιβάλλον. Αλλά αν υποθέσουμε ότι η ανθρώπινη ζωή έχει εξασφαλιστεί και με δεδομένο ότι τα πυροσβεστικά μέσα δεν είναι πεπερασμένα, αν κινδυνεύει ένας μικρός περιαστικός οικισμός και την ίδια στιγμή η φωτιά μπορεί ανά πάσα στιγμή να περάσει σε ένα δασικό οικοσύστημα μοναδικής περιβαλλοντικής αξίας και φυσικού κάλλους, πού θα δίνατε εντολή να κινηθούν τα ελικόπτερα και τα αεροπλάνα; Τι θα επιλέγατε να σωθεί; Μπείτε στη θέση του διοικητή του Πυροσβεστικού Σώματος ή του υπουργού Πολιτικής Προστασίας και αναλογιστείτε το δίλημμα που μερικές φορές μπορεί να χτυπήσει ενίοτε και την πόρτα του πρωθυπουργικού γραφείου.
Το δίλημμα είναι πιο υπαρκτό από ποτέ: με φωτιές σε μεικτές ζώνες δάσους και οικιστικής ανάπτυξης, η συζήτηση για το τι θα σωθεί δεν είναι καθόλου φιλολογική.
Οταν ξεσπάει μια φωτιά, η σχετική ανακοίνωση συνοδεύεται από την υποσημείωση για το αν το συμβάν απειλεί (ή όχι) οικισμούς. Η Αττική βρίσκεται όλο και πιο συχνά μπροστά σε παρόμοια σκληρά διλήμματα. Εχει τόσο «απλώσει» η δόμηση εκτός πολεοδομικού συγκροτήματος (η Ραφήνα και ο Αγιος Δημήτριος ή η Αγία Μαρίνα, που επλήγησαν χθες και προχθές, από παραθεριστικοί προορισμοί έχουν εξελιχθεί σε ζώνες και μόνιμης κατοικίας), με αποτέλεσμα τα πυροσβεστικά μέσα να θέτουν σε ύψιστη προτεραιότητα τη σωτηρία των σπιτιών. Ομως, η επιλογή να χτίσεις σε χαρακτηρισμένη δασική έκταση, ανεξαρτήτως του βαθμού νομιμότητας της περιουσίας σου (υπάρχουν 100% νόμιμοι οικισμοί, αλλά υπάρχουν και χιλιάδες αυθαίρετες κατοικίες που νομιμοποιήθηκαν με τα χρόνια), εμπεριέχει οπωσδήποτε ένα βαθμό ρίσκου. Ετσι, βρισκόμαστε σήμερα μπροστά από την παράλογη απαίτηση να υπάρχει κι ένα πυροσβεστικό όχημα έξω από το σπίτι μας, χωρίς να σκεφτόμαστε ότι το στερούμε από την κατάσβεση της (δασικής) πυρκαγιάς.
Υποστηρίζεται ότι τα σπίτια δεν ξαναγίνονται, ενώ το δάσος ξαναγίνεται. Μήπως, όμως, ισχύει και το ακριβώς αντίστροφο;

