Συγκρινόμενος με άλλες περιβαλλοντικές απειλές για την υγεία, ο θόρυβος από την κίνηση είναι η τρίτη πιο σοβαρή. Προηγούνται η μόλυνση του αέρα και παράγοντες σχετιζόμενοι με υψηλές θερμοκρασίες. «Η χρόνια έκθεση σε θορύβους από την κίνηση συμβάλει σε 66.000 πρόωρους θανάτους στην Ευρώπη ετησίως» και σε μερικές χιλιάδες περιστατικά καρδιαγγειακών νοσημάτων (βάσει αναφοράς της Ευρωπαϊκής Περιβαλλοντικής Υπηρεσίας για τα επίπεδα του θορύβου το 2025).
Περίπου 16,9 εκατομμύρια Ευρωπαίοι βιώνουν κάτι που αναφέρεται ως “long term annoyance” και θα μπορούσαμε να το μεταφράσουμε «μακροπρόθεσμο εκνευρισμό» προκειμένου να συλλάβει μία γενική στάση στα πράγματα ειδικά σε ό,τι αφορά τους Έλληνες. Ο θόρυβος, η ζέστη, η έκθεση σε χαμηλής ποιότητας αέρα. Οι αϋπνίες, τα νεύρα. Σε κάθε περίπτωση, αποφασίστηκε η Ελλάδα να παραπεμφθεί στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για την ηχορύπανση, αφού η χώρα απέτυχε να συμμορφωθεί προς τις επιταγές σχετικής Οδηγίας για την μείωση του θορύβου.
Η έκθεση του ευρωπαϊκού οργάνου συνδέει το άγχος και τις διαταραχές ύπνου με τα επίπεδα θορύβου. Αγνοεί, όμως κάτι συνταρακτικό. Σ’ εμάς εδώ 50% των τραπεζοκαθισμάτων στους κοινόχρηστους χώρους είναι χωρίς άδεια. Μπορεί, λοιπόν, να μην είναι μόνον κάποιος γενικός θόρυβος το πρόβλημα, αλλά τα μπαρ που στήνουν και ξεστήνουν κάθε βράδυ. Πρόκειται για άλλη μία εκδήλωση της ανικανότητας να σεβαστούμε, να εμπιστευτούμε, να λάβουμε υπόψη τους γύρω μας. Οι γύρω μας είναι κι αυτοί περιβάλλον. Η υποβάθμιση του περιβάλλοντος παρουσιάζεται σαν δεδομένη. Ο καιρός χάλασε, τι να κάνουμε τώρα; Η χώρα δεν κατάφερε να εκπονήσει εγκαίρως χάρτες για την ηχορύπανση ή την πυροπροστασία, ε, και; Όχι η χώρα συνολικά, οι αρμόδιοι θα έλεγε κανείς.
Η αλήθεια είναι πως διάβαζα αυτές τις μέρες ένα δυστοπικό μυθιστόρημα από την Λατινική Αμερική, την Ροζ Γλίτσα. Εκεί το νερό ξερνάει βρώμικα ψάρια, ο αέρας είναι μολυσμένος σε ασφυκτικό επίπεδο και «οι φράουλες έχουν γεύση νερού βρύσης». Και σκεφτόμουν πως μία δέσμη απολύτως σημαντικών παραγόντων που αφορούν την ποιότητα της ζωής μας, έχει εκφύγει του ελέγχου μας, σηματοδοτώντας μια τελική μετατόπιση από το συλλογικό στο ατομικό.
Εάν θέλουμε να ανακτήσουμε τον έλεγχο, μπορεί να χρειάζεται να επανέλθουμε στο συλλογικό, στις πολιτικές που σώζουν το περιβάλλον επιβάλλοντας μια σειρά από κανόνες. Με απλά λόγια, επαρκής, μακροπρόθεσμη ατομική λύση σε αυτά δεν υπάρχει. Κι ίσως γι αυτό έχουμε πάθει κάποιου είδους νεύρωση με τα ατομικά μέσα προστασίας της υγείας μας, με την φροντίδα του δέρματος, την υγιεινή διατροφή και την άθληση, ίσως γι αυτό βλέπεις παντού ανθρώπους να σηκώνουν βάρη και να ενυδατώνονται, να ενυδατώνονται, να ενυδατώνονται.
Είναι μια προσπάθεια ανάκτησης του ελέγχου της υγείας, μία προσπάθεια να στρίψει κανείς το τιμόνι καταναλώνοντας ακριβές τροφές και υπηρεσίες ψυχολόγων, συμβουλές διατροφολόγων και «περιεχόμενο» από γυμνάστριες με εμφανείς κοιλιακούς. Είναι ένα γράπωμα απ’ αυτά που ελέγχουμε, για να νιώσουμε ασφαλείς, αφού στο πεδίο του συλλογικού έχει χαθεί η πυξίδα. Αποκορύφωμα της τάσης είναι η εκπόνηση σχεδίου επιβίωσης για την περίπτωση κατάρρευσης (μέρους) του πολιτισμού και η σχετική προετοιμασία (prepping).
Φοβάμαι ότι η βασική περιβαλλοντική πολιτική στην Ελλάδα είναι «όσο πάει, όσο αντέξει». Κι είναι μια διάχυτη εντύπωση. Απ’ αυτούς που βρωμίζουν τον χώρο γύρω από το σπίτι τους, μέχρι όσους απλώνουν το μαγαζί τους «όσο πάει» ή θορυβούν ώσπου κάποιος να βγει και να τους βρύσει. Και φτάνει μέχρι ψηλά, στα ανώτερα διοικητικά κλιμάκια οργάνωσης της ζωής ώστε η χώρα μερικές φορές και κατά τόπους να μοιάζει με την πόλη στην Ροζ Γλίτσα ή γενικώς με κάτι γλιτσιασμένο.

