O πλανήτης ζει την ανακούφιση μετά την εκεχειρία στον πόλεμο μεταξύ Ισραήλ και Ιράν. H ανακούφιση είναι προσωρινή. Σε έναν κόσμο χωρίς κανόνες, με το διεθνές δίκαιο ανίσχυρο και τον αναθεωρητισμό της ισχύος κυρίαρχο, οι εκεχειρίες θα είναι πάντα προσωρινές. Στο βάθος θα υπάρχει ο φόβος. Η ασφάλεια θα είναι η υπέρτατη αξία.
Για την Ελλάδα, το προσφορότερο πεδίο ασφάλειας παραμένει πάντα η Ευρωπαϊκή Ενωση. Η Ευρωπαϊκή Στρατηγική Αμυνας και Ασφάλειας βρίσκεται στο επίκεντρο της συζήτησης μετά και την τελευταία σύνοδο του ΝΑΤΟ.
Ας δούμε τον περίγυρο: Η σχέση με τις ΗΠΑ έχει τραυματισθεί σοβαρά. Και το πρόβλημα δεν είναι μόνο τα καπρίτσια του πλανητάρχη. Αυτά ασφαλώς υπάρχουν, αλλά το τραύμα είναι βαθύτερο. Η εικόνα μιας Ευρώπης που κοστίζει χωρίς να ανταποδίδει αρκετά, έχει καλλιεργηθεί στις ΗΠΑ ήδη από τη θητεία του Ομπάμα (με τη στροφή στην Ασία) και ανοιχτά στην πρώτη θητεία Τραμπ με αναφορές στους γνωστούς αριθμούς – η Ευρώπη έχει το 7% του παγκόσμιου πληθυσμού, παράγει το 15% του εισοδήματος, αλλά δαπανά το 50% των κοινωνικών δαπανών. Σήμερα βεβαίως έχουμε περάσει σε άλλο επίπεδο επιθετικότητας και υποτίμησης.
Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί ακολουθούν ψύχραιμη στάση. Δεν έχουν άλλη επιλογή τώρα πια. Καθυστερήσαμε να δούμε το πρόβλημα για μια δεκαετία. Τώρα γνωρίζουμε ότι η συγκρότηση στρατηγικής άμυνας και ασφάλειας απαιτεί χρόνο, χρήμα και αλλαγές στην ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική. Χρειαζόμαστε χρονικό περιθώριο τουλάχιστον μιας δεκαετίας ή εικοσαετίας, κάποια τρισεκατομμύρια ευρώ και αλλαγές στον τρόπο λήψης των αποφάσεων στην κατεύθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Το τελευταίο είναι αναγκαίο και για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής ταυτότητας, για την καλλιέργεια της αίσθησης του ανήκειν στους πολίτες απέναντι στα εθνικιστικά ρεύματα που σαρώνουν. Αν οι άνθρωποι δεν νιώθουν Ευρωπαίοι, για ποιο στόχο θα αμυνθούμε και τι θα υπερασπισθούμε;
Από την άλλη, το ΝΑΤΟ δεν είναι πια η λύση. Ο ρόλος του περιορίζεται στη μεταφορά των αμερικανικών συμφερόντων στην Ευρώπη, τελευταία μάλιστα με προκλητικό τρόπο από τον γενικό γραμματέα του. Ο σημερινός κόσμος όμως δεν περιορίζεται στον Ατλαντικό: Oι γεωπολιτικές εντάσεις, απειλές και ευκαιρίες έχουν πλανητικές διαστάσεις και μετακινούνται στην Ασία και στον παγκόσμιο Νότο. Η αμφισβήτηση του ΝΑΤΟ δεν περιορίζεται πια στους αριστερούς, συνήθεις υπόπτους του παρελθόντος.
Οι προσπάθειες λοιπόν για ευρωπαϊκή στρατηγική οφείλουν να συνεχισθούν, όσο και αν προοιωνίζονται κοπιώδεις και μακροχρόνιες. Κινούμαστε όμως στη σωστή κατεύθυνση;
Προς το παρόν η Κομισιόν έχει περιορίσει το παιχνίδι στο νέο εξοπλιστικό πρόγραμμα (ReΑrm Europe) εξασφαλίζοντας –και σωστά– τη συνεργασία Βρετανίας και Νορβηγίας. Τα αναγκαία 800 δισ. της πρώτης φάσης φαίνεται ότι θα αντληθούν και με εκταμίευση των αδιάθετων υπολοίπων από τα κοινωνικά ταμεία και τις χρηματοδοτικές προβλέψεις για την πράσινη μετάβαση. Ηδη υπάρχουν σοβαρές αντιδράσεις απέναντι στην πρόεδρο της Κομισιόν για την επιλογή αυτή.
Οι αντιδράσεις εντείνονται διότι η διαδικασία θεσμικής νομιμοποίησης του ReΑrm παρέκαμψε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την αρχή της συναπόφασης, με το όλο σκηνικό να καταλήγει ενδεχομένως στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
Επιπλέον, το ReΑrm ευνοεί καταφανώς τις ευρωπαϊκές χώρες παραγωγής οπλικών συστημάτων που έχουν τη δυνατότητα συμπαραγωγής με τρίτες χώρες. Στην Ελλάδα η συζήτηση επικεντρώθηκε αποκλειστικά στην τουρκική συμμετοχή, αλλά η διεύρυνση των ανισοτήτων και ανταγωνισμών μεταξύ των κρατών-μελών συνιστά σοβαρό ευρωπαϊκό πρόβλημα, που θα οξύνει τις εσωτερικές ανισορροπίες. Για τη χώρα μας, που τις τελευταίες δεκαετίες πέτυχε το μοναδικό επίτευγμα να αγοράζει περισσότερο και να μην παράγει τίποτα, η ήδη μεγάλη οικονομική απόκλιση θα διευρυνθεί.
Και το πιο σημαντικό: Ο επανεξοπλισμός δεν συνιστά πολιτική άμυνας και ασφάλειας, ούτε εξασφαλίζει αυτονομία, όπως λέγεται. Η επείγουσα ανάγκη είναι να προταχθεί η συζήτηση για το περιεχόμενο της στρατηγικής. Να προσδιορισθούν οι αμυντικές ανάγκες με βάση τη συμπερίληψη όλων των απειλών με αναφορές, όχι μόνο στα σύνορα με τη Ρωσία, αλλά και στη Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή. Nα συνδεθεί η στρατηγική ασφάλειας με πρωτοβουλίες εξωτερικής πολιτικής, με πολυμερείς διαύλους επικοινωνίας με τον παγκόσμιο Νότο για την αντιμετώπιση των μεταναστευτικών ροών και των εμπορικών προκλήσεων. Να προχωρήσουν οι θεσμικές αλλαγές που θα διευκολύνουν τη λήψη αποφάσεων με ειδικές πλειοψηφίες, που θα παρακάμπτουν την παραλυτική ομοφωνία.
Χρειαζόμαστε, λοιπόν, ευρωπαϊκές ηγεσίες ικανές να υπερβούν τα εμπόδια και να επιταχύνουν την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Τις περιμένουμε.
*Η κ. Μαρία Δαμανάκη είναι σύμβουλος για την κλιματική αλλαγή, πρώην επίτροπος στην Ε.Ε. για θαλάσσιες υποθέσεις.

