
Οσοι βλέπουν τη Δικαιοσύνη σαν θεσμική προέκταση των ιδιωτικών τους ρεμβασμών και συζητήσεων περί σωστού και λάθους, δεν προβληματίζονται ιδιαίτερα για ζητήματα ουσίας και δικονομίας· εμπιστεύονται το ένστικτό τους, το «κοινό περί δικαίου αίσθημα», το κοινωνικό «κλίμα» που ανεβάζει και κατεβάζει ανθρώπους. Ετσι, αν συμπαθούν κάποιον, αμφιβάλλουν πεισματικά για την ενοχή του κι απεύχονται την καταδίκη του. Αν τον αντιπαθούν και η ενοχή του εξυπηρετεί την κοσμοθεωρία τους, πιστεύουν ακράδαντα ότι το να βρεθεί στη φυλακή άνευ ετέρου είναι η λογική κατάληξη των πραγμάτων και βρίσκουν εξαιρετικά ύποπτη κάθε κουβέντα περί του αντιθέτου. Στην περίπτωση του Πέτρου Φιλιππίδη, η δημοσιότητα του κατηγορούμενου και της κατηγορίας έχει εντείνει την αυθαιρεσία των προσδοκιών: ο ηθοποιός έχει θαυμαστές και εχθρούς που θεωρούν ότι η τύχη του πρέπει να κριθεί από τη γνώμη τους γι’ αυτόν και όχι από τα γεγονότα. Κάτι τέτοιο ίσως να ήταν ανακουφιστικό, αλλά καμία σχέση δεν θα είχε με τη Δικαιοσύνη.
Το χρέος της απόδειξης
Μέρος του εκνευρισμού που έχει προκαλέσει στον κόσμο ο εισαγγελέας της σχετικής δίκης, δεν έχει να κάνει με τον ίδιο τον εισαγγελέα αλλά με τη διαδεδομένη άγνοια σχετικά με το πώς στοιχειοθετείται η κατηγορία και πώς διερευνάται μια εγκληματική πράξη. Ο εισαγγελέας κρίθηκε κυνικός και προκατειλημμένος πριν δείξει κυνισμό και προκατάληψη. Ο λόγος ήταν ότι, όπως ορίζει ο ρόλος του, επιχείρησε να παρακάμψει τα μεγάλα αισθήματα που εμπνέουν οι κατηγορίες του βιασμού, και να εστιάσει στο άχαρο αλλά τεχνικά αναγκαίο κομμάτι της ποινικής αξιολόγησης του φερόμενου ως δράστη: στα αποδεικτικά στοιχεία. Αυτή είναι η διαφορά της κουβέντας στα κοινωνικά δίκτυα από τη λειτουργία της Δικαιοσύνης: στην πρώτη περίπτωση κατατίθενται γνώμες και εντυπώσεις για να ερμηνευτούν υποκειμενικά· στη δεύτερη, ό,τι κατατίθεται πρέπει να κατατείνει στην αποκάλυψη της αντικειμενικής πραγματικότητας. Ακόμα και το πιο προφανές έγκλημα, στο δικαστήριο δεν είναι προφανές· πρέπει να αποδεικνύεται.
Εξαίρεση και κανόνας
Δεν είναι, όμως, όλα τα εγκλήματα ίδια. Η ιδιομορφία του βιασμού έγκειται ακριβώς στο ότι η πράξη εκ των πραγμάτων καταγγέλλεται με δυσκολία (από φόβο και ντροπή), συχνά δε με καθυστέρηση και, ως εκ τούτου, δεν αφήνει πάντα ίχνη. Αυτό είναι που ήρθε να αναδείξει το #MeToo: ότι εγκλήματα με έμφυλη διάσταση και μεγάλη παράδοση απόκρυψης, παρουσιάζουν ένα συστημικό πρόβλημα διάγνωσης. Η παρατήρηση, επομένως, του εισαγγελέα ότι «αυτά τα αδικήματα πρέπει να καταγγέλλονται άμεσα» ηχεί περιττά διδακτική, σαν εσκεμμένη ειρωνεία, και μαρτυρά ελλιπή κατανόηση του κοινωνικού περικειμένου της εγκληματικής πράξης. Από την άλλη, ο εισαγγελέας δεν μπορεί να κάνει τη δουλειά του βασιζόμενος στο τι θα μπορούσε να ισχύει ή τι θα βόλευε ένα δικαιολογημένο ακτιβιστικό ρεύμα. Είναι υποχρεωμένος να στηρίζει την κρίση του σε ό,τι αντιλαμβάνεται με τις αισθήσεις του και μπορεί να επεξεργαστεί λογικά.
Η νοσηρή παράδοση
Απ’ ό,τι φάνηκε όμως, ο εισαγγελέας δεν πρότεινε την απαλλαγή του κατηγορούμενου για την πρώτη καταγγελία απόπειρας βιασμού μόνο επειδή τα αποδεικτικά στοιχεία είναι πενιχρά. Στη στάση του έπαιξε ρόλο κι ένας συνδυασμός προκαταλήψεων και άγνοιας: δεν είναι δυνατόν, για παράδειγμα, ο δικαστικός λειτουργός να βγάζει συμπεράσματα για την ύπαρξη ή μη ψυχικού τραύματος από τους ρόλους που επιλέγει να παίξει η καταγγέλλουσα στο θέατρο· τα θύματα κακοποίησης συχνά καμουφλάρουν το τραύμα τους, ενώ η υποκριτική είναι εξ ορισμού μια τέχνη προσποίησης. Δεν γίνεται να προβαίνει σε αξιολογικές ερμηνείες της στύσης του φερόμενου ως δράστη και να τις γενικεύει, μάλιστα, για να διατυπώσει αξιωματικά πώς φέρεται και πώς δεν φέρεται ένας βιαστής. Η επιθετική και πρόχειρη μεταχείριση του φερόμενου ως θύματος εξηγεί την καθυστέρηση στις σχετικές καταγγελίες και την έλλειψη αποδεικτικού υλικού που αυτή συνεπάγεται: πώς περιμένουμε να μιλήσουν τα θύματα εφόσον αυτά γνωρίζουν εξαρχής ότι θα αντιμετωπιστούν κακόπιστα και απερίσκεπτα;
Τίποτα δεν άλλαξε
Οσοι ανησυχούσαν για τις «υπερβολές» του #MeToo, μάλλον δεν ανησυχούν πια. Βλέπουν ότι δεν υπάρχει λόγος. Η αύξηση του αριθμού των επίσημων καταγγελιών δεν έφερε σημαντική αλλαγή κουλτούρας: οι περισσότεροι εξωτερικοί παρατηρητές παραμένουν ακόμα καχύποπτοι μπροστά σε φαινόμενα σεξουαλικής βίας· στα διαβήματα των καταγγελλουσών εξακολουθούν να βλέπουν ύπουλα σχέδια διασυρμού των καταγγελλόμενων. Γενικώς, οι φωνές που ζητούσαν μεταρρύθμιση των ηθών έχουν δώσει τη θέση τους στον εφησυχασμό και στα διακριτικά γελάκια των πολέμιων της αλλαγής. Το είπε και ο Πέτρος Φιλιππίδης στην απολογία του, από την οποία δεν έλειπε και το άστοχο χιούμορ του ανεπίδεκτου μαθήσεως: «Βρίσκονται άνθρωποι που μιλάνε υπέρ μου. Να σας πω τι γίνεται έξω στον κόσμο. Το κλίμα έχει αλλάξει τελείως». Ο κατηγορούμενος που είδε το «κλίμα» να τον αποκαθηλώνει, τώρα το βλέπει να τον ευνοεί. Γι’ αυτό δεν είναι να εμπιστεύεται κανείς τις ευμετάβλητες θερμοκρασίες των κοινωνικών συγκυριών. Γι’ αυτό όσα συμβαίνουν στις δικαστικές αίθουσες είναι πολύ πιο σημαντικά απ’ όσα εύκολα λέγονται και γρήγορα ξεχνιούνται έξω από αυτές.

