Τα καθίσματα του χειμερινού κινηματογράφου ήταν άβολα, οι ταπετσαρίες φθαρμένες, η οροφή είχε υποστεί σοβαρή διάβρωση, η μυρωδιά της υγρασίας διάχυτη, οι συνθήκες προβολής στοιχειώδεις. Ο κινηματογράφος «Παλάς» (ή «Πάλας» ή «Παλλάς») στο Παγκράτι, στην Υμηττού, είχε ανέκαθεν μια επιβλητική αρτ ντεκό αίθουσα που είχε σχεδιάσει ο αρχιτέκτονας Βασίλειος Κασσάνδρας (1904-1973), αλλά ο χρόνος και η αδυναμία ανακαίνισης είχαν αφήσει το αποτύπωμά τους. Φέτος συμπληρώνει έναν αιώνα ζωής. Δημιουργήθηκε το 1925 και από το 1953 μέχρι πριν από λίγα χρόνια λειτουργούσε –μαζί με τον θερινό κινηματογράφο– χάρη στο πάθος και στην αφοσίωση ενός ανθρώπου του Ματθαίου Πόταγα, που έφυγε από τη ζωή στα 94 του (Ιούνιο του 2021). Το θερινό «Παλάς», στην ταράτσα, φροντισμένο με λουλούδια και δροσιά, ανακαινίστηκε και εκσυγχρονίστηκε από νέους ιδιοκτήτες (έχει ούτως ή άλλως κηρυχθεί διατηρητέο με τον νόμο του 1997 που αφορούσε όλους τους υπαίθριους κινηματογράφους του λεκανοπεδίου).
Εως εδώ το σενάριο συγκινεί και δεν συγκινεί. Σε μια εποχή που η τεχνολογία καλπάζει, η οθόνη, ο ήχος, τα καθίσματα, συμβάλλουν στην κινηματογραφική εμπειρία (ας θυμηθούμε μόνο το «Ιντεάλ» που αποχαιρετίσαμε μετά πολλών επαίνων…) πώς να αντιδράσει κανείς σε μια κλειστή, συνοικιακή (ιστορική, ναι) αίθουσα που πρόκειται να γίνει σούπερ μάρκετ ή κάποιο άλλο πολυκατάστημα; Πασχίζουν με μεγάλη δέσμευση και αγάπη κάτοικοι της περιοχής (Πρωτοβουλία για τη Σωτηρία του Παλάς), με διαβήματα, αντοχές να αντιμετωπίσουν και την αδιαφορία και την αβελτηρία της γραφειοκρατίας του «από αρμόδιο σε αρμόδιο και από υπηρεσία σε υπηρεσία», διαμαρτυρίες και πείσμα, αλλά πόσο και ως πού ακούγονται; Τρέχουν αλλά η φωνή τους ούτε στην ίδια τη συνοικία δεν φτάνει καλά καλά. «Για τους Παγκρατιώτες», έδινε και τη δική του μάχη ο Ματθαίος Πόταγας. Σε ένα πολύ ωραίο Παρασκήνιο του 1998, γυρισμένο από την Κατερίνα Πατρώνη, μιλάει, ακμαίος ακόμη, για το «Πάλας» –έτσι το έλεγε– σαν να είναι μέρος του σώματός του, αιμοφόρο αγγείο που τροφοδοτεί την καρδιά και τη σκέψη του. Ο φακός τον αποτυπώνει να βουρτσίζει και να καθαρίζει μία μία τις καρέκλες του θερινού, να ποτίζει, να κλαδεύει, να παραγγέλνει τις αφίσες για τις προθήκες, για τις προβολές της Δευτέρας, της Τετάρτης και Προσεχώς, να επιμένει ότι «δεν βλέπω μπροστά μου κανένα τέλος… έχω την εντύπωση πως θα κάνω όλα όσα επιθυμώ».
Σε μια πυκνοκατοικημένη γειτονιά της Αθήνας που γεμίζει από καφέ, εστίαση και Airbnb, τα σινεμά εξαφανίζονται ή έχουν μετατραπεί σε θέατρα.
Τα ερωτήματα πυκνώνουν. Ενδιαφέρονται οι «Παγκρατιώτες» για το τι θα απογίνει το «Παλάς»; Σε μια πυκνοκατοικημένη γειτονιά της Αθήνας που χάνει τον όποιο χαρακτήρα της, γεμίζει από καφέ, εστίαση και Airbnb, τα σινεμά εξαφανίζονται ή έχουν μετατραπεί σε θέατρα, ενώ απομένει μόνο η θερινή «Οαση» να συντηρεί το νήμα της μνήμης.
Εν τω μεταξύ, όπως ακούγεται, το «Παλάς» βανδαλίζεται, κανείς δεν ξέρει αν πίσω από την κλειστή πόρτα εξακολουθούν να υπάρχουν μηχανήματα προβολής του ’30, παλιές αφίσες, πολύτιμα αρχεία, οι φάκελοι με ιστορικό υλικό που κρατούσε στο γραφείο του ο Ματθαίος Πόταγας. Κανείς δεν ξέρει τι έχει απομείνει γιατί κανείς, κανένα από τα αρμόδια όργανα, δεν αναλαμβάνει την ευθύνη να ανοίξει νόμιμα την πόρτα που οδηγεί στο εσωτερικό του κινηματογράφου. Και ύστερα περιμένουμε «να συνεκτιμηθεί η αρχιτεκτονική αξία και η χρήση»… Οταν βάνδαλοι και κλέφτες μπορούν να μπαινοβγαίνουν ανενόχλητοι.
Χρειάζεται να είναι κανείς «Παγκρατιώτης» για να θυμώσει; Χρειάζεται να είναι κανείς «ευαίσθητος σινεφίλ» για να αισθανθεί ότι η απαξία είναι η Νο 1 αξία που συναντάει σε κάθε βήμα της πόλης του;

