Τον Ιούνιο του 1947 ξεκινά η λειτουργία του στρατοπέδου της Μακρονήσου. Στο έρημο νησί απέναντι από το Λαύριο, συγκεντρώθηκαν έως το 1953 τουλάχιστον 60.000 κρατούμενοι, κατά μέγιστη πλειοψηφία άνδρες σε ηλικία στράτευσης, αλλά και γυναίκες, ενήλικοι, γέροντες, ανήλικα παιδιά. Κρατήθηκαν και βασανίστηκαν βάρβαρα, σωματικά και ηθικά, για ένα έως και τρία και πλέον χρόνια.
Στα «Ειδικά Τάγματα Οπλιτών» συγκεντρώθηκαν όσοι νεαροί άρρενες βρέθηκαν σε ηλικία στράτευσης κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου και είχαν άμεση ή έμμεση συμμετοχή στην ΕΠΟΝ, στη νεολαία της εαμικής αντίστασης. Ουδείς εξ αυτών είχε κατηγορηθεί νομικά για οτιδήποτε. Επρόκειτο για προληπτική κράτηση, υπό τον μανδύα της στρατιωτικής θητείας ή χρειαζούμενης εθνικής «αναμόρφωσης» επισήμως μέσω μαθημάτων εθνικής αγωγής – πραγματικά, μέσω ανείπωτης βίας.
Στόχος δεν ήταν απλώς ο αποκλεισμός της ενδεχόμενης στράτευσης όσων ίσως θα συμμετείχαν στον Δημοκρατικό Στρατό του ΚΚΕ, εξάλλου δεν οργανώθηκε ποτέ τέτοια κίνηση. Στόχος ήταν η ακύρωση στην Ελλάδα, μέσω του τρόμου και της ανείπωτης βίας, των πολιτικών και κοινωνικών ονείρων που σε όλο τον συμμαχικό κόσμο δημιουργήθηκαν μέσα από τον αντιναζιστικό αγώνα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Ενα μέρος αυτών των ονείρων ενσάρκωσε το ΕΑΜ (η μεγαλύτερη κατά τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο ελληνική αντιστασιακή οργάνωση) και η νεολαία του, ΕΠΟΝ. Στην ακύρωση αυτών των ονείρων και όχι στη δίωξη όσων κομμουνιστών εγκλημάτησαν στόχευσαν τα μαζικά βασανιστήρια και ο τρόμος.
Ζητούμενο της βίαιης πολιτικής «ανάνηψης», η δήλωση μετανοίας, που αποκήρυσσε το ΕΑΜ ως προδοτική οργάνωση. Η δήλωση στη συνέχεια, ως πολιτική ακύρωση, θα δημοσιευόταν στον τοπικό Τύπο της περιοχής προέλευσής του, θα τη διάβαζε ο παπάς στην εκκλησία, θα την κολλούσαν στην πόρτα του καφενείου. Για την απόσπαση της δήλωσης, το κτηνώδες ξύλο με στειλιάρια από μπαμπού ξεκινούσε από το καΐκι που τους μετέφερε από το Λαύριο. Μετά τους κρατούσαν άυπνους για εικοσιτετράωρα, με χρήση εικονικών εκτελέσεων, ποδοπάτηση των σκηνών κατά την νύχτα, πογκρόμ μαζικών ξυλοδαρμών και άλλες εφευρετικές μεθόδους σαδισμού, βρώμικο πόσιμο νερό, φτωχότατο αλμυρότατο συσσίτιο, ανύπαρκτη υγιεινή.
Βασανιστές, πρώην μέλη της ΕΠΟΝ και συχνά επικεφαλής τους, διαστροφικά πρόσωπα, όπως ο μετέπειτα εθνικά καταστροφικός δικτάτορας Δ. Ιωαννίδης. Οι εκατοντάδες που δεν υπέγραφαν, κλείνονταν μέρα-νύχτα σε υπαίθριους κλωβούς συρματοπλεγμάτων υπό τις ακραίες καιρικές συνθήκες κάθε εποχής, υφιστάμενοι αυξανόμενη στα άκρα βία.
Μαζική απόσπαση δηλώσεων «επετεύχθη» με τη σκηνοθεσία εκ μέρους της διοίκησης υποτιθέμενης στάσης των στρατιωτών στις 29/2-1/3/1948, όπου η «στάση» κατεστάλη με χρήση βαρέων πολυβόλων καθώς και βολών από σκάφος του Πολεμικού Ναυτικού. Επισήμως οι νεκροί της σφαγής ήταν δεκατέσσερις. Ο καπετάνιος που φουντάρισε τις σορούς στο Κάβο Ντόρο δήλωσε, πολλά χρόνια αργότερα, σε συνέντευξη ότι έριξε εκατοντάδες στη θάλασσα.
Ο στρατός, κάτι ανεξέλεγκτο στον Εμφύλιο, αλλά και μετά από αυτόν, μετέτρεψε την οικογενειακή παραδοσιακή πατριωτική προσδοκία κάθε οικογένειας σε εφιάλτη.
Αθρόα η συγκέντρωση και εξορίστων ανδρών και γυναικών πολιτών, ήδη από τις πρώτες ημέρες του 1949. Στις εκεί στρατιωτικές φυλακές συγκεντρώθηκαν με ανυπόστατες κατηγορίες ανήλικα αγόρια, νεαρότερα από ηλικίες στράτευσης. Υπέστησαν σεξουαλική κακοποίηση, για να γλιτώσουν κατάπιαν κουτάλια και σπασμένα γυαλιά.
Το τέλος του Εμφυλίου δεν σήμανε τη λήξη της λειτουργίας του στρατοπέδου, αλλά έφερε πολλαπλάσια βία ως εναρκτήρια διαδικασία της κρατικής αντιμετώπισης ενός πολιτικού εχθρού που είχε πολεμικά συντριβεί. Ηδη από τον Σεπτέμβριο 1949 συγκροτήθηκε ο Οργανισμός Αναμορφωτηρίων Μακρονήσου, από τα υπουργεία Παιδείας, Εσωτερικών, Προεδρίας, Δημοσίας Τάξεως, Αμύνης και το Γενικό Επιτελείο Στρατού. Ηταν υπεύθυνος για την «ανάνηψη» των χιλιάδων προληπτικώς συλληφθέντων πολιτών που συγκεντρώθηκαν εκεί.
Οφείλουμε όλοι, στη συνθετική ιστορία του τόπου μας, τη δημιουργία και στήριξη ενός επιστημονικού κέντρου ιστορικής μνήμης στη Μακρόνησο, μακριά από πολιτικές ιδιοκτησίες και χρήσεις.
Ο στρατός μετά τη συντριβή του ένοπλου κομμουνισμού ανέλαβε, ελέω θρόνου, την πολιτική διαχείριση της ειρήνης.
Κάθε πολίτης που «έφερνε» δέκα δηλώσεις απολυόταν, εθνικώς καθαρμένος. Καταλαβαίνουμε πόσα κεφάλια και χέρια ηλικιωμένων έσπασαν οι νεαροί εξόριστοι για να κερδίσουν το απολυτήριο.
Στα εννέα χρόνια της λειτουργίας του στρατοπέδου, ήταν καθημερινές οι παρελάσεις πρώην εθνικών «προδοτών» και τώρα «ανανηψάντων», στρατιωτών και πολιτών, αδόντων εθνικά άσματα ενώπιον επισήμων, Ελλήνων και ξένων, βασιλέων, πολιτικών, καλλιτεχνών, επιστημόνων. Απαντες οι καλεσμένοι πεπεισμένοι πως η μεταστροφή επήλθε χάρις στην εθνική διδασκαλία που υφίσταντο και όχι στη ζωώδη βία που βίωναν.
Στις εκλογές του Μαρτίου 1950, ωστόσο, παρά την επίμονη προπαγάνδα και τις απειλές, οι στρατιώτες και οι κρατούμενοι καταψήφισαν τα κόμματα που κυβέρνησαν κατά τον Εμφύλιο, Λαϊκό και Φιλελευθέρων, και υπερψήφισαν την ΕΠΕΚ του στρατηγού Πλαστήρα που κήρυσσε λήθη και εν μέρει τον πρόγονο της ΕΔΑ, Δημοκρατική Παράταξη.
Η ολιγόμηνη κυβέρνηση Πλαστήρα περιόρισε με τεράστια δυσκολία το εθνικό όνειδος της Μακρονήσου. Οσοι ήταν στρατιώτες και είχαν υπογράψει και είχε απολυθεί η κλάση τους απολύθηκαν, το ίδιο και όσοι πολίτες είχαν υπογράψει. Οσοι στρατιώτες δεν είχαν υπογράψει έμειναν στη Μακρόνησο σε μονάδες πειθαρχικής διαβίωσης. Οσοι πολίτες δεν είχαν υπογράψει εξορίστηκαν στον Αη Στράτη. Οι βασανιστές, καταχραστές και παιδόφιλοι αξιωματικοί μετετέθησαν χωρίς κυρώσεις.
Οι «δηλωσίες» απορρίφθηκαν ιστορικώς απολύτως από το ΚΚΕ, λόγω «μειωμένης» επαναστατικής συνείδησης. Δεν τους αναγνωρίστηκε η ανθρώπινη διάσταση του μαρτυρίου. Ως προοδευτικοί άνθρωποι στήριξαν την ΕΔΑ και, βεβαίως, το ΠΑΣΟΚ.
Η παραπάνω αναφορά στη βία επί ανυπεράσπιστων και αθώων ποινικά καθιστά αντιληπτό το διαστροφικό μένος που επέτρεψε το μετεμφυλιακό κράτος, προκειμένου να καλλιεργηθεί για δεκαετίες ο απόλυτος φόβος και τρόμος ανθρώπων, οι οποίοι πίστεψαν απλώς σε ένα καλύτερο αύριο, ασχέτως των εγκληματικών χειρισμών των ηγεσιών τους.
Οφείλουμε όλοι, στη συνθετική ιστορία του τόπου μας, τη δημιουργία και στήριξη ενός επιστημονικού κέντρου ιστορικής μνήμης στη Μακρόνησο, μακριά από πολιτικές ιδιοκτησίες και χρήσεις. Το οφείλουμε για να κατανοήσουμε εμείς και οι επόμενοί μας πώς οι κοινωνίες ποδηγετούνται και αυτοαναιρούνται λόγω ενός αρχέγονου φόβου που καλλιεργείται από την ανήθικη κρατική βαρβαρότητα.
*Ο κ. Τάσος Σακελλαρόπουλος είναι ιστορικός, υπεύθυνος του Ιστορικού Αρχείου του Μουσείου Μπενάκη.

