Συχνά, στον υπουργικό θώκο βρίσκονται πολιτικοί που έπαιξαν σωστά τα χαρτιά τους ή ανταμείφθηκαν για την κομματική τους πειθαρχία, χωρίς απαραίτητα να έχουν γνώση του αντικειμένου τους. Ο σημερινός υπουργός Δικαιοσύνης δεν ανήκει στην παραπάνω κατηγορία. Εκτός από υπουργός, ο Γιώργος Φλωρίδης είναι και νομικός. Επομένως, η συνάφειά του με τα νομικά ζητήματα της αρμοδιότητάς του είναι επιστημονική. Είναι σε θέση μάλιστα ο υπουργός να λαμβάνει υπ’ όψιν όχι μόνο τους νόμους εν στενή εννοία, αλλά κυρίως τις αρχές που τους πλαισιώνουν· έχει την ευχέρεια να αποφεύγει τα λάθη των ερασιτεχνών που εργαλειοποιούν παιδαριωδώς το Δίκαιο για να κερδίσουν τις εντυπώσεις σ’ έναν καβγά. Προκαλεί λοιπόν εντύπωση ο τρόπος που επέλεξε να αντιπαρατεθεί με τη Ζωή Κωνσταντοπούλου στο κοινοβούλιο, με αφορμή τη συζήτηση για την προανακριτική επιτροπή. Ο υπουργός δεν επιτέθηκε στην πρόεδρο της Πλεύσης Ελευθερίας για όσα λέει και πράττει ως πολιτικός, αλλά για τις επαγγελματικές επιλογές της ως δικηγόρου: Γιατί υπερασπίστηκε άνδρα κατηγορούμενο για βιασμούς; Γιατί παρέτεινε τη δίκη του όσο περισσότερο μπορούσε; Γιατί ταλαιπώρησε τα αλλοδαπά θύματα, υποβάλλοντάς τα στο μαρτύριο της αναμονής και του πηγαινέλα;
Ο υπουργός γνωρίζει
Ως δικηγόρος ο Γιώργος Φλωρίδης γνωρίζει καλά ότι η υπεράσπιση κατηγορουμένων είναι κομμάτι του δικηγορικού λειτουργήματος που δεν υπάγεται σε ηθική αίρεση· ο δικηγόρος, δηλαδή, δεν χρειάζεται να συμφωνεί με μια πράξη για να υπερασπιστεί τον φερόμενο ως αυτουργό της. Αν ήταν έτσι, κανείς δεν θα υπερασπιζόταν κανέναν. Ως υπουργός Δικαιοσύνης θα έπρεπε να γνωρίζει ότι το δικαίωμα του κατηγορουμένου στην υπεράσπιση ισχύει όσο ειδεχθής κι αν είναι η φερόμενη ως τελεσθείσα πράξη του· ισχύει ακόμη κι αν ο κατηγορούμενος διέπραξε όντως το έγκλημα. Το δικαίωμα αυτό ο υπουργός δεν αρκεί να το γνωρίζει, αλλά οφείλει λόγω ιδιότητας και να το προασπίζει. Αυτός είναι ο νομικός μας πολιτισμός, σ’ αυτή τη βάση ανθρωπιστικής επιείκειας και μεγαθυμίας λειτουργεί, τόσο για τους αθώους όσο και για τους ενόχους. Είτε υπερασπίζεται βιαστές, λοιπόν, είτε δράστες αμελητέων παρανομιών, η Ζωή Κωνσταντοπούλου κάνει τη δουλειά της. Αν ο υπουργός θεωρεί ότι κατά την τέλεση των καθηκόντων της προβαίνει σε ενέργειες που δεν τιμούν το λειτούργημα, έχει τη δυνατότητα να μεταρρυθμίσει τη νομοθεσία ώστε να καταστήσει τις ενέργειες αυτές αδύνατες· αν βρίσκει ανήθικο το κριτήριο με το οποίο η Ζωή Κωνσταντοπούλου επιλέγει πελάτες, ας ασκήσει αυτός το επάγγελμα διαφορετικά· αν κόπτεται για την υπόληψη των θυμάτων βιασμού, μπορεί από την πλευρά του τουλάχιστον να μη χρησιμοποιεί το όνομά τους δημοσίως, δίχως την άδειά τους.
Καθρεφτάκι στον εχθρό
Υπάρχει βέβαια και η άποψη που λέει ότι ο Γιώργος Φλωρίδης είναι αρκετά έξυπνος ώστε να αντιλαμβάνεται πότε η ρητορική του παραβιάζει την πολιτική δεοντολογία και την κοινή δικηγορική λογική. Είναι η ίδια άποψη που υποδεικνύει ότι κάποιοι αντίπαλοι αντιμετωπίζονται μόνο μιμητικά: στο ύφος τους, στη γλώσσα τους, με τους κώδικες που καταλαβαίνουν. Βάσει αυτού του σκεπτικού, ο υπουργός χτύπησε συνειδητά τη Ζωή Κωνσταντοπούλου εκεί που πονάει· όχι φυσικά στην επαγγελματική της δραστηριότητα (η αρχηγός της Πλεύσης Ελευθερίας είναι όσο κυνική πρέπει ώστε να μη θίγεται εύκολα), αλλά στο ηθικό πλεονέκτημα που συνηθίζει να εξάγει από αυτήν και να κραδαίνει στο κοινό της αυτάρεσκα. Μάταιος κόπος. Το σχέδιο απομυθοποίησης της λαοπρόβλητης Ζωής θα πετύχαινε αν τα χειροκροτήματα για τον «αποκαλυπτικό» λόγο Φλωρίδη προέρχονταν από τους οπαδούς της μυθοποιημένης. Δεν συνέβη όμως αυτό. Τον Φλωρίδη χειροκρότησαν όσοι έτσι κι αλλιώς αντιπαθούν την πρόεδρο. Οι άλλοι, όσοι δηλαδή πιστεύουν στο πανάγαθο πνεύμα της επειδή έχουν αποφασίσει να πιστεύουν ανεξαρτήτως αποδείξεων, θα συνεχίσουν να τη στηρίζουν. Ο υπουργός έσπευσε να πολεμήσει τη Ζωή Κωνσταντοπούλου με τα όπλα της, όμως του διέφυγε ότι το πιο ισχυρό της όπλο είναι ο ίδιος ο πόλεμος. Οποιος ενδίδει στο συγκρουσιακό της πνεύμα εξασφαλίζει την πολιτική της επιβίωση.

