«Το Τολέδο το ανακάλυψα το 1921, νομίζω, παρέα με τον φιλόλογο Σολαλίντε. Φύγαμε από τη Μαδρίτη με το τρένο και κάτσαμε εκεί δύο ή τρεις μέρες. Θυμάμαι μια παράσταση του Δον Χουάν Τενόριο στο θέατρο […] η πόλη με μάγεψε από την πρώτη μέρα, πολύ περισσότερο για την απροσδιόριστη ατμόσφαιρά της παρά για την τουριστική της ομορφιά». Μένοντας σε μια φοιτητική εστία στη Μαδρίτη ο Λουίς Μπουνιουέλ, μπερδεμένο νιάτο και προτού γυρίσει τις ταινίες του, ερωτεύεται το Τολέδο και ιδρύει το Τάγμα του Τολέδου, που βασικά είναι μία ομάδα από πότες με αυστηρή ιεραρχία.
Την αυτοβιογραφία του Λουίς Μπουνιουέλ Η Τελευταία μου Πνοή (Δώμα, μετάφραση Σαμαρτζής) ήθελα να την αφήσω αρκετές φορές. Αρχικά, έχει μια ατμόσφαιρα ανδροπαρέας που με απωθεί. Στα καφέ και τα μπαρ δεν έχει κορίτσια. Ολα είναι παλιομοδίτικα, επειδή είναι παλιά. Ο Μπουνιουέλ είναι ο κλισεδιάρικος σταρ που ρομαντικοποιεί τη νεότητά του. Οι σουρεαλιστές ώρες ώρες μού φαίνονται σούργελα. Ενδιάμεσα, όμως, οι ειδήσεις της δικής μου εποχής έγιναν τόσο απαίσιες, σκληρές και βίαιες που είχα ανάγκη την παραμυθία. Την ξανάπιασα, λοιπόν, την αυτοβιογραφία και την απόλαυσα βαθιά. Ενα νέο πρόβλημα δημιουργήθηκε: μου θύμιζε πόσο λατρεύω τον ισπανόφωνο κόσμο και τάιζε διαρκώς τη λαχτάρα μου να είμαι εκεί.
«Επρεπε να λατρεύεις το Τολέδο άνευ επιφυλάξεων, να μεθοκοπάς για μια ολόκληρη νύχτα τουλάχιστον, και να περιπλανιέσαι για ώρα στους δρόμους». Εχοντας συνδεθεί με τεράστιες προσωπικότητες της εποχής του, ζωγράφους, δοκιμιογράφους, ηθοποιούς, θεατρικούς συγγραφείς και ποιητές του διαμετρήματος του Λόρκα, ο Λουίς Μπουνιουέλ ξεδιπλώνει τις αναμνήσεις του ανάμεσα σε καφέ και μπαρ, αναγνώσεις και παρατήρηση. «Τα κύρια φιλολογικά καφενεία της Μαδρίτης ήταν το Cafe Gijon, που υπάρχει ακόμα, το Granja del Henar, το Cafe Castilla» κ.ο.κ., όπου λάμβαναν χώρα συζητήσεις, αναγνώσεις ποίησης, μελέτη άρθρων κ.λπ. Τον σαγήνευε η ποίηση, αλλά είχε πάθος και με το ποτό.
«Μέσα στα μπαρ έχω περάσει ηδονικές στιγμές. Το μπαρ είναι για μένα ένα μέρος στοχασμού και περισυλλογής, χωρίς το οποίο η ζωή είναι αδιανόητη». […] «Μεγάλο μέρος της δραστηριότητας των σουρεαλιστών εκτυλίχτηκε στο καφέ Cyrano, στην Πλας Μπλανς, μου άρεσε επίσης το Select, στα Σανζ-Ελυζέ». Αυτά, όμως, είναι παρισινά καφενεία. Τι γίνεται με τα όντως μπαρ; Το ιδανικό μπαρ, σύμφωνα με τον Μπουνιουέλ, επιτρέπει την άσκηση στη μοναξιά. Είναι ήσυχο, δεν έχει μουσικές. «Πρέπει να απαγορεύεται αυστηρά η μουσική». Αρα τα απαίσια ως επί το πλείστον «παλιομοδίτικα-κουλ» μπαρ της Αθήνας αποκλείονται από την εξίσωση για χίλιους δυο λόγους που περιλαμβάνουν και τη μουσική που δεν λέει τίποτα σε κανέναν.
«Αγαπώ το μπαρ του ξενοδοχείου Plaza στη Μαδρίτη. Βρίσκεται στο υπόγειο […]. Ο μετρ του ξενοδοχείου με ξέρει καλά και μ’ οδηγεί αμέσως στο αγαπημένο μου τραπέζι, με πλάτη στον τοίχο. Μετά το απεριτίφ, μπορείς να παραγγείλεις και φαγητό». Να σημειωθεί εδώ ότι ο Μπουνιουέλ μεγάλωσε σε εύπορη αστική οικογένεια της Σαραγόσα. Αυτό, καθώς και η επιτυχία του σε μία τέχνη που έχει λάμψη και διασημότητες, δεν μπορεί παρά να αντικατοπτρίζεται στις συνήθειές του.
Λέει, λοιπόν: «Στο ξενοδοχείο Paular, βόρεια της Μαδρίτης, ξενοδοχείο που φτιάχτηκε σε μια απ’ τις αυλές ενός καταπληκτικού γοτθικού μοναστηριού, συνήθιζα να παίρνω το απεριτίφ μου, το βράδυ, σε μια μεγάλη αίθουσα όπου υψώνονται γρανιτένιες κολόνες. […] Ημουν σχεδόν πάντοτε μόνος, έχοντας γύρω μου αντίγραφα πινάκων του Θουρμπαράν». Ο Ζαν Κλωντ Καρριέρ, συνεργάτης του στα σενάρια, τον άφηνε 45 λεπτά μόνο σ’ αυτό το μπαρ όπου ο Μπουνιουέλ κατέληγε μετά από περίπατο. Οταν επέστρεφε ο Ζαν Κλωντ, ο Μπουνιουέλ έπρεπε να του πει κάποια ιστοριούλα που θα ’χε σκεφτεί όσο έπινε το ποτό του. Μια άσκηση. Μέρος της δημιουργικής διαδικασίας.
«Μόνος με τα αντίγραφα του Θουρμπαράν και τις γρανιτένιες κολόνες, από την υπέροχη πέτρα της Καστίλλης, με την εξαίσια συντροφιά του αγαπημένου μου ποτού, άφηνα τον εαυτό μου να κινηθεί ελεύθερος, έξω από τον χρόνο, χωρίς προσπάθεια και ανοιγόμουν στις εικόνες που μετά από λίγο παρεισέφρεαν στον χώρο». Αγαπημένα μπαρ είχε και στο Μεξικό, όπου γύρισε τις περισσότερες ταινίες του. Το El Parador στην Πόλη του Μεξικού και το μπαρ του ξενοδοχείου San Jose Purua στο Μιτσοακάν, όπου ένιωθε την άνεση να εργαστεί πάνω στα σενάρια των ταινιών του για πάνω από 30 χρόνια. Φυσικά, δεν έχει κανένα νόημα να αναζητήσει κανείς αυτά τα μπαρ ταξιδεύοντας στον ισπανόφωνο κόσμο. Είναι του Μπουνιουέλ, γέννημα της φαντασίας του, ακόμη κι αν υπάρχουν.

