Πριν από μερικές ημέρες, ο πρόεδρος της Παλαιστινιακής Αρχής Μαχμούντ Αμπάς δήλωσε πως η Χαμάς θα πρέπει να απελευθερώσει τους ομήρους και να καταθέσει τα όπλα. Καλό μου φάνηκε. Προχθές ο Γερμανός καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς, από τη σύνοδο των G7, ήταν κατηγορηματικός: «Το Ιράν δεν πρέπει να αποκτήσει πυρηνικά όπλα». Και αυτό καλό μου φάνηκε.
Το ερώτημα σε αυτές τις περιπτώσεις είναι πώς υλοποιούνται οι καλές ιδέες. Οι ιδέες που δίνουν λύση στα προβλήματα, χωρίς περαιτέρω κλιμάκωσή τους. Διότι είναι προφανές πως αν η Χαμάς κατέθετε τον οπλισμό της και απελευθέρωνε τους εναπομείναντες ομήρους, οι εχθροπραξίες και η δυστυχία των αμάχων θα είχαν τερματιστεί στη Γάζα. Το ίδιο ισχύει και για το Ιράν. Αν είχε αποδεχθεί εμπράκτως τις διεθνείς συστάσεις για το πυρηνικό του πρόγραμμα, δεν θα είχαμε τις τρέχουσες εξελίξεις.
Δηλαδή και η Χαμάς και το Ιράν είχαν μπροστά τους και μια άλλη επιλογή εκτός από αυτήν που ακολούθησαν, με τις γνωστές συνέπειες. Το γιατί δεν ακολούθησαν αυτήν την άλλη επιλογή αφορά πρωτίστως την καταστατική αρχή που διέπει και τη Χαμάς και το Ιράν, που είναι η καταστροφή του κράτους του Ισραήλ. Είναι μια διακηρυγμένη αρχή γνωστή σε όλο τον πλανήτη. Διπλωματικές προσπάθειες έγιναν πολλές και για να απελευθερωθούν οι όμηροι και για να ελεγχθεί το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, και όλες απέτυχαν. Ετσι, επανερχόμαστε στο αρχικό ερώτημα: Τι γίνεται όταν αποτυγχάνουν οι διπλωματικές προσπάθειες; Η Ιστορία δείχνει ότι τότε μιλούν τα όπλα. Το κράτος που αισθάνεται ότι απειλείται αναλαμβάνει δράση, στον βαθμό που πιστεύει στη δική του ισχύ.
Και η Χαμάς και το Ιράν είχαν μπροστά τους και μια άλλη επιλογή εκτός από αυτήν που ακολούθησαν, με τις γνωστές συνέπειες.
Εδώ πλέον δεν μιλάμε με όρους διεθνούς δικαίου. Αυτό έχει ξεπεραστεί. Ο πιο ισχυρός αναδιαμορφώνει το υφιστάμενο καθεστώς, κάτι που αρχίζει από την αναθεώρηση διεθνών συνθηκών και καταλήγει πολλές φορές στην επαναχάραξη συνόρων.
Τον Μάιο του 1948 οι Αραβες αισθάνθηκαν ισχυροί, αγνόησαν το ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ για τη δημιουργία δύο κρατών και επιτέθηκαν στο Ισραήλ με τη γνωστή κατάληξη. Είναι το κλασικό παράδειγμα κατά το οποίο η ισχύς επιβάλλεται επί του διεθνούς δικαίου, ασχέτως αν στην προκειμένη περίπτωση η άλλη πλευρά αποδείχθηκε ισχυρότερη και ανθεκτικότερη στο στρατιωτικό επίπεδο. Και όπως επισημαίνει ο ιστορικός Ε.Χ. Καρ, «η πολιτική ισχύς δεν διαχωρίζεται ποτέ απολύτως από την κατοχή εδαφών» και λίγο «η ισχύς πετυχαίνει να δημιουργήσει την ηθική που ευνοεί την ίδια και ο καταναγκασμός είναι μια αποτελεσματική πηγή συναίνεσης» (Η εικοσαετής κρίση 1919-1939, εκδ. Ποιότητα, 2000, σελ. 290 και 297).
Δυστυχώς η διπλωματία, όχι λίγες φορές, έχει καταστεί συνώνυμη με το ευχολόγιο. Ούσα ατελέσφορη, ανοίγει τον δρόμο για λύσεις που προκαλούν ανθρώπινο πόνο και δυστυχία. Διότι για να ευδοκιμήσει μια διπλωματική λύση χρειάζονται υποχωρήσεις που λίγοι ηγέτες είναι διατεθειμένοι να κάνουν.

