Γρήγοροι ρυθμοί ζωής, γρήγοροι παλμοί ψυχής

3' 22" χρόνος ανάγνωσης

Είχε συναίσθηση της πραγματικότητας, τον νέο ΚΟΚ, το μικρό πλάτος του δρόμου σε ημιαστική περιοχή, τη σήμανση (50 χλμ./ώρα), μονάχα που δεν τα λογάριαζε. Ετρεχε με 80. Και αίφνης τον είδε κολλημένο πίσω του να χειρονομεί, σαν να του έλεγε «πας σαν χελώνα, τρέξε!». Του κόρναρε. Εκείνος δεν άνοιξε γκάζι. Ο άλλος μάρσαρε, πάτησε επαναληπτικά το κλάξον και χύμηξε σαν βολίδα πλάι του πατώντας τη διπλή γραμμή. Προχωρημένο απόγευμα. Ο ήλιος λοξός, ακόμη πύρωνε την άσφαλτο. Εκείνη πίσω από το λευκό βαν που περνούσε προσεκτικά ανάμεσα στα παρκαρισμένα αυτοκίνητα εκ δεξιών και εξ ευωνύμων, ένιωθε κορσέδες που πνίγουν τα αργοκίνητα λεπτά. Ωσπου, να, το κενό που περίμενε να προσπεράσει από δεξιά. Εάν ο έμπροσθεν οδηγός φρέναρε. Δεν φρέναρε…

Πλήθος τα ανάλογα μικρά περιστατικά, το ένα σαν ν’ αντιγράφει το άλλο. Γεμάτες από τέτοια όλες οι μέρες του χρόνου. Σε όλους γνωστά, μόνο τα ακραία· οι νταήδες που ξυλοκόπησαν τον υπάλληλο του δήμου στην Κυψέλη γιατί δεν παραμέρισε το απορριμματοφόρο ή ο παρατρεχάμενος του ηλικιωμένου που έστειλε στο νοσοκομείο την οδηγό στην Πετρούπολη, επειδή δεν έκανε πίσω. Πάνω στα οδοστρώματα και στις ουρές γίνεται περισσότερο δυναστική η βιασύνη. Αλλά και ο εγωισμός –υπεράνω όλων είναι τα δικά μας θέλω–, η λειψή αγωγή, η ευφλόγιστη οργή… Χρόνια κουσούρια μας που τα ξυπνά η βιασύνη. Κι ας λέμε από την εποχή του Θουκυδίδη πως δύο είναι όσα τορπιλίζουν μια απόφαση σωστή, η βιασύνη και η οργή.

Βιαζόμαστε κι όταν δεν βιαζόμαστε. Σαν, χωρίς την αίσθηση του επείγοντος, να χάνει ο σκοπός την όποια αξία. Τρέχουμε, ακυρώνοντας τη στιγμή, ή και φέρνοντας την καταστροφή (665 οι θάνατοι πέρυσι από τροχαία), παρά ταύτα τρέχουμε. Πλαγιοκοπούμε για την πρώτη θέση στην ουρά. Τελειώνουμε όπως όπως τη δουλειά και ξανά από τη αρχή, σαν σε τροχό χάμστερ. Διακόπτουμε τον συνομιλητή για να απαντήσουμε προκαταβολικά. Αρκούμαστε σε τίτλους. «Πιο γρήγορα», λέμε όταν μας διηγούνται κάτι τα παιδιά. Χάνουμε τις χαρές του παρόντος για ν’ αρπάξουμε τις όποιες ανταμοιβές του μέλλοντος. Διαρκώς ανυπόμονοι, ενίοτε υπερβολικά ανταγωνιστικοί, επιθετικοί.

Οταν είναι ασήκωτο το άγχος της ακινησίας, αβάσταχτο μαρτύριο η αναμονή.

Συμπιεσμένες ιστορίες (στο κινητό), συμπιεσμένες ζωές. Σαν η τρεχάλα να είναι αυτοσκοπός, μέσο αποστασιοποίησης από το παρόν που δεν ελέγχουμε πλήρως, από τον αβέβαιο πραγματικό κόσμο. Ακόμη κι όταν περνάμε καλά, φορές φορές λαχταράμε να τελειώνουμε, να πάμε παρακάτω – πού; Αδιάφορο, απλώς παρακάτω.

Στο επίκεντρο όλων, ο μετρήσιμος χρόνος. Οχι η φύση του, για την οποίαν ξιφούλκησαν διαστέλλοντας απειροστικά την ανθρώπινη σκέψη πλείστοι κορυφαίοι. Ιστορική η επ’ αυτής δημόσια διαμάχη Αϊνστάιν – Μπερξόν (στις 6 Απριλίου 1922 στο Παρίσι). Από τη μια ο λογικός θετικισμός, από την άλλη η πίστη στο ιδιόρρυθμο ρολόι της συνείδησης. Ο Αϊνστάιν έκρινε τη θεωρία του Μπερξόν ασυμβίβαστη με τα δεδομένα της φυσικής, ο δεύτερος χαρακτήρισε τη θεωρία του πρώτου μια μεταφορά της μεταφυσικής στην επιστήμη, με πλήρη αδιαφορία για τον άδηλο χρόνο. Η ανθρωπότητα είχε ήδη επιλέξει την ταχύτητα, μέσα στην οποία ευημερεί. Η ικανότητά μας να ενεργούμε γρήγορα –και με την τεχνητή νοημοσύνη ασύλληπτα γρηγορότερα– είναι από τα ελατήρια της προόδου. Πλέον μετράμε σε νανοδευτερόλεπτα. Η ταχύτητα είναι το δώρο που χάρισε στον άνθρωπο η τεχνολογική επανάσταση. Το αποκορύφωμα χιλιετιών εξέλιξης των ανθρώπινων κοινωνιών.Στη σκοτεινή της όψη, η ανεξέλεγκτη νευρωτική εναντίωση στους φυσικούς περιορισμούς της ζωής. Ολο και συχνότερα υποφέρουμε από το άγχος της ακινησίας, την τυραννική παρόρμηση της εξάλειψης του νεκρού χρόνου, μας είναι μαρτύριο η αναμονή. Ενα λεπτό καθυστέρησης αρκεί για να ξεχειλίσει η ανυπομονησία. Στο ασανσέρ, ποιος δεν πατά το κουμπί για άμεσο κλείσιμο της πόρτας; Ολες οι καινοτομίες αποταμιεύουν χρόνο. Κουμπί γρήγορης κλήσης, τηλεχειρισμός, γρήγορες συσκευές, γρήγορη πίστωση, γρήγορη παραγωγή. Και μαζί, επιταχυνόμενη συναισθηματική ζωή, γρήγοροι παλμοί της ψυχής· άμεση γνωριμία, άμεση οικειότητα, άμεση ικανοποίηση, άμεσες μνήμες (στα κινητά).

Ο Πιερ Νοξ, ήρωας του προφητικού μυθιστορήματος «Ο βιαστικός» (1941, εκδ. Ινδικτος 2005), του Πολ Μοράν, πηδάει έξω απ’ το ταξί πριν αυτό σταματήσει, εξοργίζεται όταν ο σερβιτόρος αργεί, μεγαλώνει τα φυτά με χημικούς επιταχυντές. Βιάζοντας διαρκώς το επερχόμενο, καταστρέφει τη φιλία, τον έρωτα, την πατρότητα, την ποίηση της στιγμής, τη γεύση της ζωής, τον πυρήνα των πραγμάτων. Τον μύχιο εαυτό του. Μήπως του μοιάσαμε;

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT