Οποιος μεγάλωσε στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, όπως εγώ, έχει ζήσει τις διαδηλώσεις ως συλλογική έκφραση, κοινωνικό σφυγμό, ένταση και θόρυβο. Δεν είναι βέβαια όλες οι διαδηλώσεις ίδιες. Κάποιες είναι σταθερές και αναμενόμενες, μια σχεδόν τελετουργική διατύπωση αιτημάτων που επιτρέπει σε εργατικά συνδικάτα και προοδευτικές οργανώσεις να δίνουν το «παρών» έναντι της πολιτικής εξουσίας όσο οι υπόλοιποι αποφεύγουμε το κέντρο. Αλλες είναι γεμάτες συναίσθημα και πάθος, από τις θρησκευτικές εντάσεις των ταυτοτήτων έως τους Αγανακτισμένους του Συντάγματος και τις μνημονιακές αναταράξεις. Ανεξαρτήτως θέματος, όμως, η διαδήλωση είναι γεμάτη ζωντάνια. Τα μεγάφωνα φωνάζουν, τα πανό πάλλονται, οι μουσικές ξεσηκώνουν, ο λαός βρυχάται και γιορτάζει μαζί. Και κάποιες φορές η κατάσταση βγαίνει εκτός ελέγχου. Αυτοκίνητα ανατρέπονται, κάδοι καίγονται, βιτρίνες καταστρέφονται, μια κραυγή απελπισίας απέναντι στην κοινωνική ευταξία που δεν λειτουργεί το ίδιο για όλους.
Στο Λος Aντζελες φέτος, όμως, το κυρίαρχο συναίσθημα είναι κάτι που δεν θα σκεφτόμουν ποτέ να συνδέσω με διαδήλωση: η παγωμάρα. Η όποια συλλογική διεκδίκηση ήταν περιορισμένης έκτασης, όπως και οι ζημιές που προκάλεσε. Εδωσε όμως το έναυσμα για μία άνευ προηγουμένου παρέμβαση από το Λευκό Οίκο, με τον πρόεδρο Τραμπ να επιτάσσει την εθνοφρουρά, δηλαδή τμήμα του στρατού των ΗΠΑ, για να αντιμετωπίσει την –κατά την άποψή του– ολιγωρία της αστυνομίας και των άλλων πολιτειακών αρχών της Καλιφόρνιας. Τα λαϊκιστικά ένστικτα του Τραμπ τού επιτρέπουν να πλασαριστεί ως φρουρός του νόμου και της τάξης απέναντι στους Δημοκρατικούς του αντιπάλους, που κατηγορούνται ως αδύναμοι να ελέγξουν την εγκληματικότητα και τις μεταναστευτικές ροές.
Η αμεσότητα της παρέμβασης, όμως, θέτει το βασικό ζήτημα: μπορεί ο πρόεδρος να χρησιμοποιεί στρατιωτικές δυνάμεις γι’ αυτόν τον λόγο και μάλιστα παρά την αντίθετη γνώμη του κυβερνήτη της Καλιφόρνιας, που κατά το σύνταγμα των ΗΠΑ έχει την κατ’ αρχήν αρμοδιότητα; Οι Ρεπουμπλικανοί απαντούν ότι έστω και ένα καμένο αυτοκίνητο –δεν ήταν και πολλά– δίνει στον πρόεδρο αυτή την εξουσία. Αυτό που φοβόμαστε, βέβαια, είναι ότι η καταχρηστική επίταξη της εθνοφρουράς συνιστά καταστολή αντίθετων φρονημάτων, ένα ακόμη σκαλί χαμηλότερα στον αντιδημοκρατικό κατήφορο στον οποίο επιχειρεί να σπρώξει τις ΗΠΑ ο Τραμπ.
Το βασικό διακύβευμα είναι η έκταση της προεδρικής εξουσίας και το προηγούμενο που θα δημιουργήσει η χρήση του στρατού για την τήρηση της εσωτερικής τάξης.
Κι εδώ ακριβώς επέρχεται η παγωμάρα. Στην Ελλάδα, οι προσπάθειες καταστολής διαδηλώσεων με κρατική βία συχνά οδηγούν σε ακόμη μεγαλύτερες διαδηλώσεις. Υπερασπιζόμαστε το δικαίωμα στη διαδήλωση… διαδηλώνοντας. Εδώ, οι Δημοκρατικοί ακολουθούν την ακριβώς αντίθετη τακτική. Αντί να εντείνουν τη διαμαρτυρία, την ησυχάζουν. Ο κυβερνήτης Νιούσομ, αντί να καλέσει τον λαό να βγει στους δρόμους, καταθέτει αγωγή κατά των προεδρικών εντολών στα ομοσπονδιακά δικαστήρια. Το δικαστήριο, σε επείγουσα διαδικασία, δικαιώνει την Καλιφόρνια, αλλά βεβαίως η αντιπαράθεση θα συνεχιστεί. Με αυτή την τακτική οι Δημοκρατικοί θέλουν να υπογραμμίσουν ότι ο Τραμπ λειτουργεί παράτυπα, παράνομα και αντισυνταγματικά – με το να καταδείξουν ότι δεν είχε καμία δικαιολογία να στείλει την εθνοφρουρά. Ελπίζουν ότι έτσι θα αποκαλύψουν τις πραγματικές προθέσεις του προέδρου, ή θα τον αναγκάσουν να οπισθοχωρήσει. Φοβούνται ότι αν οι διαδηλώσεις μεγαλώσουν, τότε ο Τραμπ θα εκμεταλλευτεί το χάος για να ενισχύσει τη στρατιωτική παρουσία και, κατ’ επέκταση, τον έλεγχο που ασκεί σε πολιτειακά ζητήματα.
Στο Λος Αντζελες, λοιπόν, το πραγματικό διακύβευμα δεν είναι το αίτημα των διαδηλωτών, δηλαδή η μεταναστευτική πολιτική, αφού οι διαδηλωτές δεν είχαν ποτέ σοβαρές πιθανότητες να επηρεάσουν τα πολιτικά δρώμενα. Δεν είναι καν το δικαίωμα στη διαδήλωση, το οποίο και οι δύο πλευρές υπερασπίζονται τουλάχιστον επιφανειακά. Το βασικό διακύβευμα είναι η έκταση της προεδρικής εξουσίας και το προηγούμενο που θα δημιουργήσει η χρήση του στρατού για την τήρηση της εσωτερικής τάξης. Αυτή είναι μια προοπτική που κανένας μας δεν θα ήθελε να ζήσει. Παρακολουθούμε λοιπόν τις εξελίξεις, παγωμένοι στις οθόνες μας.
*H κ. Κατερίνα Λινού είναι καθηγήτρια Διεθνούς Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας, Μπέρκλεϊ.

