Προχθές, στο τελευταίο μας σημείωμα, με αφορμή το βιβλίο «Τα δάκρυα των ηρώων» (μτφρ.: Μαρία Φραγκούλη, εκδ. Καστανιώτη) του Ιταλού συγγραφέα, και θιασώτη του ελληνικού πολιτισμού, Ματέο Νούτσι, παρακολουθήσαμε τη συνάντηση ενός ζωντανού με έναν νεκρό: στη Νέκυια της Οδύσσειας, ο Οδυσσέας, κατεβαίνοντας στον Αδη, βρίσκει την πεθαμένη μητέρα του.
Ερώτημα: Ο δικός σου άνθρωπος πόσο δικός σου παραμένει στην αντίπερα όχθη; Ο Οδυσσέας σπεύδει ν’ αγκαλιάσει τη σκιά της μάνας του, πλην όμως αγκαλιάζει το κενό. Η μάνα του ήταν η μάνα του μονάχα ενόσω ήταν εν ζωή. Παραμένει η μάνα του μονάχα στη μνήμη του, μέσα του. Στο βασίλειο των νεκρών έχει γίνει κάτι άλλο.
Ο Νούτσι, στο βιβλίο του, στέκεται σε μια παραλλαγή μιας τέτοιας δύσκολης συνάντησης: το 1950 ο Γιώργος Σεφέρης επισκέπτεται τη Σμύρνη. Την πόλη στην οποία γεννήθηκε το 1900 και από την οποία έφυγε στην εφηβεία για να μην επιστρέψει ποτέ ξανά – μεσολάβησε το μαύρο ’22. Θα χρειαστεί να φτάσει στη μέση ηλικία για να συναντήσει ξανά τον τόπο της παιδικής του ηλικίας. Την ανεξάντλητη παιδική θάλασσα.
Οπως ξέρουμε, μετά το 1922, η Σμύρνη έγινε κάτι άλλο. Απέκτησε ένα άλλο πρόσωπο. Οσοι την έχουμε επισκεφθεί σήμερα, απογοητευόμαστε. Κατά βάθος, την επισκεπτόμαστε «εις μνήμην». Ή με τη φαντασία μας (που είναι το ίδιο και το αυτό με τη μνήμη).
Αυτό που βρίσκει ο Σεφέρης στη δική του κατάβαση σε έναν δικό του Αδη είναι κάτι εντελώς άλλο από αυτό που άφησε. Ο Σμυρνιός δεν έχει τόπο πια. Μοναχά τα χαμένα τοπία μέσα του.
«Σε κανέναν άλλον σύγχρονο Ελληνα ποιητή», γράφει ο Νούτσι, «δεν αισθανόμαστε την αγωνία της ανάμνησης και του νόστου, την αγωνία του Οδυσσέα που δεν μπορεί να δεχτεί τίποτε, μήτε την αθανασία, ως αντάλλαγμα για το σπίτι, τη σύζυγο, τον γιο, την Ιθάκη».
«Ταξίδεψες, είδες πολλά φεγγάρια πολλούς ήλιους/ άγγιξες νεκρούς και ζωντανούς/ ένιωσες τον πόνο του παλικαριού/ και το βογγητό της γυναίκας/ την πίκρα του άγουρου παιδιού -/ ό,τι ένιωσες σωριάζεται ανυπόστατο/ αν δεν εμπιστευτείς τούτο το κενό./ Ισως να βρεις εκεί ό,τι νόμισες χαμένο·/ τη βλάστηση της νιότης, το δίκαιο καταποντισμό της ηλικίας.// Ζωή σου είναι ό,τι έδωσες/ τούτο το κενό είναι ό,τι έδωσες/ το άσπρο χαρτί».

