Η Ελλάς εάλω;

3' 21" χρόνος ανάγνωσης

Τι κοινό έχουν ένα drone, μια σημαία και το σενάριο μιας κινηματογραφικής σκηνής; Στην Ελλάδα του 2025, και τα τρία μπορούν να πυροδοτήσουν μια κρίση πολιτισμικού πανικού. Η κραυγή είναι μία και γνώριμη: «Η Ελλάς εάλω!». Η δημόσια σφαίρα κατακλύζεται συχνά-πυκνά από παρόμοιες κραυγές περί «βεβήλωσης», «προσβολής των ιερών και των οσίων», «κατάρρευσης της εθνικής ταυτότητας». Είναι ένας βαθύς, σχεδόν αντανακλαστικός φόβος ότι η χώρα χάνει τον εαυτό της.

Πιο πρόσφατα, τον τόνο έδωσε ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος σχετικά με την απόφαση της αιγυπτιακής κυβέρνησης για δήμευση της περιουσίας της Μονής Αγίας Αικατερίνης του Σινά που βάφτισε «μία ακόμη ιστορική άλωση» για τον Ελληνισμό και την Ορθοδοξία. Και εάν το θέμα είναι όντως σοβαρό, η συζήτηση με όρους άλωσης αποπροσανατολίζει έντονα. Η φράση αυτή, φορτισμένη από τη βυζαντινή της καταγωγή, περιγράφει μια φαντασιακή πεποίθηση με μακρά γενεαλογία. Από τον 19ο αιώνα και τις θεωρίες του Φαλμεράιερ έως σήμερα, η ιδέα της Ελλάδας-θύματος, μιας χώρας που απειλείται διαρκώς από εξωτερικές ή εσωτερικές δυνάμεις, επιστρέφει επίμονα. Από την «πνευματική αποικιοκρατία» της Δύσης μέχρι την εικαζόμενη πολιτισμική αλλοίωση από κάθε τι ξένο, οι αναπαραστάσεις του εθνικού συνοδεύονται σχεδόν πάντα από ένα στοιχείο απώλειας. Αυτή η ρητορική ενεργοποιεί συστηματικά έναν γενικό ηθικό πανικό, πέρα και πάνω από ιδεολογίες.

Aλλωστε, το ίδιο ακριβώς συμβαίνει για σαφώς λιγότερο βαρύνοντα ζητήματα. Κάθε φορά που ένα πολιτιστικό σύμβολο –από τον ίδιο τον Παρθενώνα, μέχρι το Καλλιμάρμαρο– εκτίθεται σ’ ένα ρόλο πέρα από τον παγιωμένο, τελετουργικό του χαρακτήρα, ένα τμήμα των ΜΜΕ και της κοινής γνώμης ενεργοποιεί την ίδια φρασεολογία. Το θέμα με τα drones της Adidas ή την παλαιστινιακή σημαία που αναρτήθηκε από τη Νέα Αριστερά στην Ακρόπολη πυροδότησε παρόμοιες αντιδράσεις – ενώ η συζήτηση που μονοπώλησε για κάποιες μέρες τα μέσα ήταν σχετικά με τη νέα ταινία του Γιώργου Λάνθιμου και αν θα βεβήλωνε ή όχι τον Ιερό Βράχο, κατά το ΚΑΣ. Η κοινή συνισταμένη ήταν η αίσθηση ότι απειλείται ή ξεπουλιέται η εθνική αξιοπρέπεια ή, ακόμη χειρότερα, η ίδια η υπόσταση της χώρας.

Η ρητορική περί «βεβήλωσης» δεν προκύπτει, βέβαια, από ενδιαφέρον για την ουσία της κληρονομιάς, αλλά από τη φαντασιακή της ιεροποίηση. Οταν ο Παρθενώνας, το Καλλιμάρμαρο ή το Ηρώδειο παύουν να είναι ιστορικά μεν, αλλά μεταβαλλόμενα και πολιτικά και κοινωνικά φορτισμένα μνημεία – και μετατρέπονται σε τοτέμ μιας άχρονης, μεταφυσικής «ελληνικότητας», τότε οποιαδήποτε προσέγγισή τους πέρα από το τυπικό γίνεται αίρεση. Κι όμως, τα μνημεία δεν κινδυνεύουν από ένα πανό ή από την υποτιθέμενη προσπάθεια εμπορευματοποίησής τους. Κινδυνεύουν περισσότερο από την αποξένωση από την κοινωνία, από το να χάσουν τη δυνατότητα να «συνομιλούν» με τους ζωντανούς, να εμπνεύσουν νέες γενιές, επιτρέποντας τη διαφωνία, την κριτική, την επανερμηνεία. Η πολιτιστική κληρονομιά δεν θα έπρεπε να είναι μουσείο σιωπής, αλλά τόπος διαλόγου.

Το παράδοξο είναι ότι η ίδια κοινωνία, που εξανίσταται για όλα αυτά, συχνά ανέχεται τη χρόνια φθορά, την έλλειψη συντήρησης, την ανυπαρξία πολιτιστικής πολιτικής σε μια μεγάλη γκάμα μνημείων και τόπων μνήμης. Το ίδιο, βέβαια, ισχύει και για τόπους συνδεδεμένους με τον Ελληνισμό ή την Ορθοδοξία εκτός συνόρων. Η φαντασίωση του «ρωμαίικου» σε μόνιμη κατάσταση άλωσης δρα συνήθως ως πρόφαση, αποκρύπτοντας τις πραγματικές ελλείψεις και μεταθέτοντας ή επιρρίπτοντας ευθύνες σε εξωτερικούς ή εσωτερικούς εχθρούς, προδοτικές κυβερνήσεις ή βέβηλους ακτιβιστές.

Η σχέση μας με τα μνημεία είναι πρωτίστως πολιτική – όχι μόνον πολιτισμική. Δεν αφορά απλώς την κληρονομιά, αλλά και την ιδεολογική χρήση της. Αντιμετωπίζουμε την Ιστορία είτε ως απειλούμενο φετίχ είτε ως διακοσμητικό υπόβαθρο – σπάνια όμως ως πεδίο αναστοχασμού. Σε αυτό το πεδίο, και με αφορμή το πρόσφατο συνέδριο του ΜΙΕΤ, οι ανθρωπιστικές επιστήμες –ιστορικοί, αρχαιολόγοι, ανθρωπολόγοι, θεωρητικοί της τέχνης– δεν θα έπρεπε να είναι περιθωριακοί σχολιαστές. Είναι οι μόνοι, ίσως, που μπορούν να επεξεργαστούν με ενσυναίσθηση αυτό το ερώτημα: Πώς θυμόμαστε και πώς θέλουμε να στεκόμαστε απέναντι στο παρελθόν και στα μνημεία του χωρίς πανικό και κραυγές απόγνωσης για τις «μη αναστρέψιμες» απώλειες;

Αλλιώς, θα συνεχίσουμε να βεβηλώνουμε οι ίδιοι τις δυνατότητες του μέλλοντός μας. Με όρους μιας μόνιμης, φαντασιακής άλωσης.

*Ο κ. Κωστής Κορνέτης είναι επίκουρος καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Μαδρίτης και σύμβουλος της ισπανικής κυβέρνησης σε θέματα ιστορικής μνήμης.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT