Τα όσα συμβαίνουν τις τελευταίες ημέρες σχετικά με την τραγωδία των Τεμπών προκαλούν θλίψη για την κατάντια της πολιτικής αντιπαράθεσης και τον εκπεσμό στη χυδαιότητα και στην ευτέλεια. Κομπορρημονούν και ασχημονούν για ένα τόσο σοβαρό θέμα που δικαίως έχει συγκλονίσει την κοινωνία και θα έπρεπε να αποτελέσει την αφορμή για την κινητοποίηση των πάντων ώστε να μην ξανασυμβεί κάτι παρόμοιο.
Δυστυχώς, αντί για σοβαρότητα έχουμε μια απέλπιδα προσπάθεια φθηνής μικροκομματικής εκμετάλλευσης από ετερόκλητες δυνάμεις που καταφεύγουν σε ανήκουστες υπερβολές. Αν η υπόθεση δεν ήταν τόσο τραγική θα επρόκειτο για κωμωδία, καθώς ένα συνονθύλευμα πολιτικού τυχοδιωκτισμού ανταγωνίζεται σε ακρότητες το δικό του παρελθόν σε θεωρίες συνωμοσίας και νομικούς ακτιβισμούς. Αντί να ασχοληθούν με την ουσία της υπόθεσης και το πώς φθάσαμε στη σύγκρουση δύο τρένων που κινούνταν στην ίδια γραμμή, ώστε να αποδοθούν ευθύνες, χρησιμοποιούν το εθνικό τραύμα για να παραστήσουν δήθεν τους ευαίσθητους υιοθετώντας κάθε «τρέλα» που κυκλοφορεί.
Η απέλπιδα προσπάθεια φθηνής μικροκομματικής εκμετάλλευσης της τραγωδίας των Τεμπών από ετερόκλητες δυνάμεις.
Η τελευταία όμως πρωτοβουλία των τεσσάρων κομμάτων της αντιπολίτευσης να καταθέσουν πρόταση για σύσταση προανακριτικής επιτροπής με την κατηγορία εις βάρος του πρωθυπουργού για εσχάτη προδοσία ξεπερνά κάθε προηγούμενο και καταντά εσχάτη ανοησία. Η φαιδρότητα δεν αφορά μόνον στην κατηγορία αλλά και στον συλλογισμό που οδηγεί στη διατύπωσή της και κυρίως στην προφανή σκοπιμότητα που υποκρύπτει και την ανοχή με την οποία την υποδέθηκε το σύνολο της αντιπολίτευσης. Ασφαλώς και δεν περίμενε κανείς κάτι καλύτερο από αυτό το ποικιλώνυμο συναπάντημα, αλλά ακόμη και η αθλιότητα έχει όρια.
Με αυτά τα δεδομένα, προφανώς και ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν διατρέχει κανένα κίνδυνο πολιτικής ήττας, πέρα από το αυτονόητο πολιτικό κόστος που έχει έτσι και αλλιώς υποστεί από την τραγωδία. Για τη χώρα όμως αυτή η εικόνα είναι αποκαρδιωτική και γεννά απελπισία που ξεπερνά το όριο της συγκεκριμένης υπόθεσης. Δεν μπορεί κανείς να παρακολουθεί όλον αυτόν τον θίασο της συμφοράς και να καμώνεται πως δεν τρέχει τίποτε. Μια κοινωνία που πλήρωσε ακριβά τη χυδαιότητα και τον λαϊκισμό δείχνει έτοιμη να συνομολογήσει τα χειρότερα. Αυτό είναι πραγματικό πρόβλημα και θα έπρεπε να κινητοποιήσει τους πάντες, αλλά δεν φαίνεται κάτι τέτοιο στον ορίζοντα. Ευτυχώς για την περίπτωση το ΠΑΣΟΚ, αφού πλήρωσε (δημοσκοπικά) τις προηγούμενες ανοησίες και συνταυτίσεις του με τα άκρα, έμεινε μακριά, ασχέτως αν και οι δικές του προσεγγίσεις στο θέμα απέχουν συχνά από τη λογική. Ο διαλυμένος ΣΥΡΙΖΑ με τις εσωτερικές του διαμάχες ούτε που κατάλαβε πώς βρέθηκε εκτεθειμένος και ξεκρέμαστος μετά τις παλινδρομήσεις του Στέφανου Κασσελάκη, ο οποίος δεν έχει κανένα θέμα να αδειάζει τους πάντες σε ρυθμό πολυβόλου. Ετσι και αλλιώς ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνει να μην ξέρει τι θέλει, καθώς εσχάτως ακόμη και ο πρώην αρχηγός του τον υπονομεύει στην προσπάθειά του να επιστρέψει ως μεσσίας.

