Μερικές μέρες ξυπνάω και σκέφτομαι τη Νότια Κορέα. Δεν έχω πάει, οι ασιατικές μητροπόλεις μού φαίνονται χαοτικές. Τι εμπόδια θα μού ύψωνε μια γλώσσα που δεν βασίζεται στα ελληνικά/λατινικά; Πώς θα αισθανόμουν στις πόλεις που στήνουν το μέλλον προερχόμενη από το παρελθόν; Η Νότια Κορέα είναι κάτι σαν ήσυχο κενό στο κεφάλι μου.
Σε αντίθεση με άλλα μέρη που τα ‘χω δει σε αμέτρητες φωτογραφίες, σίριαλ, διαφημιστικά μηνύματα και ως φόντο σε μια σειρά από διεθνή γεγονότα, η Νότια Κορέα δεν με κατακλύζει μ’ ένα πλήθος εικόνων. Μπαίνει στο μυαλό μου σαν λέξεις: «Νότια» «Κορέα». Διατηρώ την έξαψη. Το σκίρτημα του εξωτικού (αλλά όχι εξωτισμός με τη μορφή Μπαλί ή Ντουμπάι που μ’ αφήνουν παγοκολώνα από την αδιαφορία). Είναι ένα μέρος μακρινό, δεν ξέρω άτομα που να ‘χουν πάει και, κυρίως, μού συστήνεται μέσα από τη λογοτεχνία του. Ένα ιδανικό «αλλού».
Υπάρχει διεθνής ενθουσιασμός των νέων ατόμων με τη Νότια Κορέα. Σε οποιοδήποτε βιβλιοπωλείο στις μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις και να πάτε θα δείτε βιβλία από τη Νότια Κορέα μεταφρασμένα στ’ αγγλικά και σ’ άλλες γλώσσες. Θα δείτε νεαρά άτομα σκυμένα πάνω από κάποιο χαλαρωτικό ανάγνωσμα (comfort read) ή ιστορίες ενηλικίωσης. Αλλά και μεγάλη λογοτεχνία θα βρείτε.
Έχει περάσει μία εβδομάδα περίπου που διάβασα το Μάθημα Ελληνικών της Χαν Γκανγκ (εκδόσεις Καστανιώτη, μετάφραση Αμαλία Τζιώτη). Φυσικά όταν μία συγγραφέας έχει λάβει το νόμπελ, είναι κανείς προκατειλημμένος μπαίνοντας στο βιβλίο. Λέει: θα διαβάσω αριστούργημα. Ή αμύνεται, ειδικά αν είναι πικραμένος: τα βιβλία που βραβεύονται με Νόμπελ δεν είναι τόσο καλά όσο τα δικά μου που δεν βρίσκουν εκδότη. Άλλοτε διαψεύδεται κανείς, άλλοτε όχι.
Όταν το βιβλίο λειτουργεί παρέχει την ηρεμία και την ασφάλεια που ψάχνουμε. Δεν μπορώ να αποχωριστώ την αίσθηση του Μαθήματος Ελληνικών, την αισθητική του, τη μετάδοση μιας μοναξιάς συντριπτικής, μαζί με την πιθανότητα του θείου δώρου της αγάπης. Δεν μπορώ να περπατήσω βράδυ και να μην κουβαλήσω μέσα μου τη γυναίκα του βιβλίου που περπατάει σε μια μεγάλη παντελώς άγνωστη για μένα πόλη με καλώδια και λεωφόρους, ώσπου να πάει στο φροντιστήριο να μάθει ρήματα στα αρχαία ελληνικά. Η γυναίκα έχει χάσει τις λέξεις. Δεν μιλάει πια.
Το βιβλίο ξεδιπλώνεται γρήγορα, με σιγουριά. Σηκώνει όλο το βάρος από τους ώμους μου, με απορροφά. Η μαθήτρια και ο δάσκαλος ελληνικών είναι δυο άνθρωποι που πονάνε και υποφέρουν, ο καθένας για τους δικούς τους λόγους. Μέσα στη ζεστή αίθουσα του φροντιστηρίου, με τον ιδρώτα να τρέχει στα πρόσωπά τους πασχίζουν να καταλάβουν τον Πλάτωνα. Ο δάσκαλος ελληνικών έχει τις έγνοιες του. Η οριοθετημένη, μοναχική και ατομοκεντρική ζωή στις δύο κουλτούρες στις οποίες μετέχει (γερμανική και κορεατική) δεν του επιτρέπουν να μοιραστεί όσα αισθάνεται με κανέναν. Το ίδιο συμβαίνει και με τη μαθήτρια. Όμως, ένα απόγευμα συναντιούνται πραγματικά. Η αλήθεια είναι πως δεν μπορώ να περιγράψω όντως την πλοκή αυτού του κομψού αριστουργήματος χωρίς να τη θρυμματίσω μέσα στις αδέξιες υπερβολές μου. Διαβάστε το βιβλίο.
Και αν τυχόν, σας σαγηνεύει η ιδέα της Νότιας Κορέας, μπορείτε να ψάξετε και τα βιβλία της Kim Hye Jin που είναι συγγραφέας της νεότερης γενιάς (κυκλοφορούν από τον Ίκαρο, με πολύ όμορφα εξώφυλλα). Αν διαβάζετε αγγλικά, μπορείτε να ψάξετε αμέτρητα βιβλία από τη Νότια Κορέα στα αγγλόφωνα τμήματα των βιβλιοπωλείων, ακόμη και να τσεκάρετε το περιοδικό Korean Literature Now. Φυσικά, υπάρχει και σχετικό Ινστιτούτο που προωθεί τα έργα και τις μεταφράσεις τους (όπως κάνουν όλες οι σοβαρές γλώσσες/χώρες που θέλουν πραγματικά να εξάγουν πολιτισμό).
Όπως η μαθήτρια στο Μάθημα Ελληνικών ενδιαφέρεται για τα αρχαία ελληνικά επειδή είναι μια νεκρή γλώσσα και κανείς δεν τη χρησιμοποιεί, έτσι κι εγώ παθαίνω έξαψη με τη Νότια Κορέα, γιατί είναι κάτι τόσο μακρινό που σχεδόν δεν μοιάζει αληθινό. Παίζει ρόλο ότι η Νότια Κορέα είναι της μόδας; Ναι. Το ‘χουμε ξαναπεί, μερικές φορές θέλουμε να διαβάσουμε «αυτό για το οποίο μιλάνε τώρα όλοι», το φετινό Νόμπελ, το έργο που βλέπουμε παντού στα βιβλιοπωλεία, γιατί η λογοτεχνία επιτελεί και αυτόν τον ρόλο: μια ετεροχρονισμένη συνάντηση μεταξύ αγνώστων. Ψάχνουμε να συναντηθούμε με τους άλλους κι ύστερα ν΄αποσυρθούμε από το χνώτο τους, ν’ αποσυνδεθούμε, να νιώσουμε αυτάρκεις και ταυτόχρονα τρυφεροί.

