Το νερό μαθαίνεται απ’ τη δίψα, τη σπάνι, την απουσία του. Τότε εκτιμάται. Αλλιώς λογίζεται ως ένα ανεξάντλητο καταναλωτικό αγαθό που έρχεται μέσα από τα σπλάχνα των πόλεων στη βρύση μας και αναλώνεται αθρόα, παρότι η λέξη λειψυδρία κυριαρχεί σήμερα στην ακολουθία των απειλών.
Ολα είναι γνωστά: Οτι η στάθμη στους ταμιευτήρες καταβυθίζεται. Οτι μέσα σε 20 χρόνια κλιματικής κρίσης υπερδιπλασιάστηκε η κατανάλωση νερού – εν μέρει λόγω του καλπάζοντα τουρισμού. Οτι με τις γεωτρήσεις μετατρέψαμε σε σουρωτήρι τα εδάφη μας, ιδίως τα παράκτια· πλέον, από γεωτρήσεις αντλούμε ποσότητα νερού διπλάσια εκείνης από επιφανειακά ύδατα (6,3 δισ. κυβικά μέτρα έναντι 3,8 δισ. κ.μ.), όταν προ 20ετίας ίσχυε το αντίστροφο. Με συνέπεια την επιταχυνόμενη υφαλμύριση και τη σταδιακή καταστροφή ισχνών υπόγειων υδρο-οριζόντων. Γνωρίζουμε ότι θα πούμε το νερό νεράκι. Ομως η επίγνωση του ξεβολέματος είναι πολύ οχληρή για να ενταχθεί στο ημερολόγιο της καθημερινότητας. Η εθελοτυφλία εκφυλίζει τις κοινές υπαρξιακές ανησυχίες σε υπόθεση άλλων. Και περισσεύουν η αδιαφορία, ο ατομικισμός, ο κυνισμός, οπότε και η ανεξέλεγκτη σπατάλη του λάλοντος ύδατος – 225 λίτρα την ημέρα αποβάλλει αστόχαστα ο καθένας μας σε αποχετεύσεις νεροχυτών, λουτροκαμπινέδων και σε φρεάτια (144 λίτρα ο μέσος ευρωπαϊκός όρος). Δεύτεροι στην παγκόσμια σπατάλη νερού ερχόμαστε, μετά τις ΗΠΑ (300 λίτρα).
Ολο και λιγοστεύει το νερό, η πρώτη ύλη της ζωής και των ονείρων.
«Εκ γης δε ύδωρ γίνεται, εξ ύδατος δε ψυχή». Ωστόσο είναι δύσκολο να κάνεις τους πολίτες των ανεπτυγμένων χωρών να αφουγκραστούν τον συλλαβισμό της σταγόνας, να νιώσουν την κάθε της πτώση ως παφλασμό σε έναν ωκεανό απώλειας. Βουτιές στην πισίνα, γεμίσματα μπανιέρας, ποτίσματα κήπων και πλυσίματα πεζοδρομίων με το λάστιχο, προσωπική υγιεινή με τη βρύση διαρκώς ανοιχτή. Και δεν καταλήγει παρά μόνο το 50% της διανεμημένης ποσότητας στον τελικό χρήστη, το υπόλοιπο χάνεται στη διαδρομή, διαρρέει από τους παμπάλαιους υδρευτικούς σωλήνες. Κατά 10% οφείλουν τα κράτη-μέλη να μειώσουν έως το 2030 την κατανάλωση νερού, παραγγέλλει η Κομισιόν. Ρεαλιστικός ή χαμηλών απαιτήσεων στόχος σε μια ήπειρο με παρατεταμένες συχνές ξηρασίες και επικείμενα επεισόδια λειψυδρίας;
Εύγλωττη η μοιρασιά του αναλωνόμενου νερού: 3% απορροφά η ελληνική βιομηχανία, 11% τα νοικοκυριά, 86% η γεωργία. Και δεν επαρκεί· ούτε το μισό δεν καταλήγει στα χωράφια. Η λειψυδρία, λέει πρόσφατη έρευνα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, θα πλήξει πρώτα και κύρια τη γεωργική μας παραγωγή και ακολούθως τη μεταποίηση, τις κατασκευές, την παραγωγή ενέργειας, την ύδρευση, τον τουρισμό, τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, θα αυξήσει τις τιμές βασικών προϊόντων. Η παράθεση θεραπειών δεν εξασφαλίζει μια ζωή λιγότερο απροφύλακτη μέσα στον χρόνο. Χρειάζεται καλή διαχείριση, το κλειδί που μας λείπει –θα σωθούν, λένε οι ειδικοί, όσοι ξέρουν να διαχειρίζονται τα αποθέματα, όχι όσοι τα κατέχουν– και εξοικονόμηση, το δύσκολο στοίχημα. Αμφότερες, εκ παραλλήλου με τα περισσότερο ή λιγότερο εφικτά νέα έργα. Τα νέα δίκτυα, την ανάκτηση νερού από λύματα για άρδευση και καθαριότητα (μόνο το 2,4% του νερού που χρησιμοποιείται στην Ε.Ε. επαναχρησιμοποιείται), τα πλωτά αντλιοστάσια, τα φράγματα, τις υδατοδεξαμενές, τις μονάδες αφαλάτωσης, τους έξυπνους μετρητές, ή τη μεταφορά νερού από τη λίμνη Κρεμαστών ή από τις εκβολές του Αχελώου και την ενεργοποίηση παλιών γεωτρήσεων για την Αττική, που έχει στους τέσσερις ταμιευτήρες της (Εύηνο, Μαραθώνα, Μόρνο, Υλίκη), 300 εκατ. κ.μ. λιγότερα από πέρυσι και 550 από πρόπερσι.
Με καμπάνιες ενημέρωσης και τιμολογιακές πολιτικές ενδέχεται πρόσκαιρα η σπατάλη να περιοριστεί, όμως για να στεριώσει η σωτήρια συνήθεια και, κυρίως, να επιβιώσει μια νέα διοικητική τάξη, χρειάζεται να αφυπνιστεί η παλιά γνώση: ότι το νερό δεν είναι μόνο ένα βιομηχανικό προϊόν σε διαρκή παροχή, το καθαρτήριο «αίμα» των πόλεων, αλλά η εξαγνιστική υγρή ουσία που ακτινοβολεί τη διαύγεια ως τη βαθύτερη ύπαρξη και εκτινάσσει τις αισθήσεις στα υψίπεδα της ευδαιμονίας. Οτι δεν είναι μόνο ένα αγαθό υπό τεχνική επεξεργασία και επιτήρηση, αφού αν εκπέσει σε ποιότητα, αν επιβαρυνθεί με νιτρικά, βαρέα μέταλλα, μικροβιακά φορτία, μικροπλαστικά, ενδέχεται να μας βλάψει. Αλλά κι ότι είναι το αναντικατάστατο ρέον υλικό της ζωής. Και των ονείρων. Το πρόβλημα είναι ότι εύκολα αποβάλλεται η συναίσθηση της πολλαπλής του φύσης, διότι γεννάει ευθύνες. Και ποιος επιθυμεί επιπλέον δεσμεύσεις, μόνιμες έγνοιες, νέους σκληρούς κόφτες;

