Πριν από λίγες εβδομάδες, ένας φίλος μου, Ισραηλινός που διαμένει στην Ελλάδα, καθόταν με φίλους από το Τελ Αβίβ σε μια αθηναϊκή ταβέρνα. Στο διπλανό τραπέζι κάθονταν αρκετοί Ισραηλινοί τουρίστες. Οταν αυτοί αναγνώρισαν ανάμεσα στην παρέα ένα πρόσωπο των ΜΜΕ συνδεδεμένο με την Αριστερά, άρχισαν να τους χλευάζουν φωνάζοντας.
«Βρωμεροί αριστεροί!» φώναζαν. «Δεν υπάρχουν άμαχοι στη Γάζα! Εξοντώστε τους όλους!»
Ο φίλος μου ζήτησε συγγνώμη, πλήρωσε τον λογαριασμό και έφυγε από το κατάστημα με την παρέα του. «Ενιωσα τόσο βαθιά ντροπή», μου είπε.
Αυτό το περιστατικό προσφέρει μια ματιά σε μια πραγματικότητα που κατά μεγάλο μέρος παραμένει αθέατη έξω από το Ισραήλ. Τα διεθνή μέσα ενημέρωσης καλύπτουν τη σύγκρουση στη Μέση Ανατολή ως κάτι το δεδομένο, όμως σπάνια αντανακλούν –και ίσως ούτε καν γνωρίζουν– την ανησυχητική πραγματικότητα εντός του ίδιου του Ισραήλ.
Η ισραηλινή κοινωνία, που κάποτε υπερηφανευόταν για την αλληλεγγύη και την κοινωνική της συνοχή, βιώνει τα τελευταία χρόνια μια επιταχυνόμενη αποσύνθεση του κοινού της πολιτικού και εθνικού θεμελίου.
Δεν πρόκειται απλώς για μια διαμάχη μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς. Πρόκειται για την ανεξέλεγκτη κατάληψη των θεσμών διακυβέρνησης του Ισραήλ από ένα κύμα ακραίου εθνικιστικού-θρησκευτικού φανατισμού, το οποίο περιφρονεί κάθε δημοκρατική και ανθρωπιστική αξία. Πρόκειται για μια πραγματική καταστροφή, που απειλεί τη διεθνή θέση του Ισραήλ και ακόμα και την ίδια την ύπαρξη αυτού του νεαρού κράτους.
Αυτή η διαδικασία έχει διάφορες και περίπλοκες ρίζες. Oσοι αγωνίστηκαν κατά της κατοχής και της ενίσχυσης των ακραίων δυνάμεων, υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της ελευθερίας έκφρασης, της ισότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης, είχαν προειδοποιήσει για αυτήν την εξέλιξη εδώ και χρόνια – ιδίως μετά τη δολοφονία του πρωθυπουργού Γιτζάκ Ράμπιν τον Νοέμβριο του 1995 από έναν ακροδεξιό εξτρεμιστή αποφασισμένο να σαμποτάρει τις Συμφωνίες του Oσλο.
Κι όμως, παρ’ όλα αυτά, κανείς, ούτε στους πιο σκοτεινούς εφιάλτες του, δεν φαντάστηκε τη φρικιαστική σφαγή της 7ης Οκτωβρίου και τις συνέπειές της: ένα Ισραήλ βυθισμένο σε εσωτερική διαμάχη, πιάστηκε σε μια στιγμή τρομακτικής ευαλωτότητας. Eκτοτε, τα πράγματα μόνο χειροτερεύουν.
Γράφω αυτές τις λέξεις με έναν πόνο που δύσκολα μπορώ να εκφράσω. Κάθε επίσκεψη στην αγαπημένη μου πατρίδα εντείνει αυτή την οδύνη. Κάθε βράδυ εκεί, ακούω τον βρυχηθμό των αεροπλάνων που ξεκινούν τις επιθέσεις τους στη Γάζα, και το στομάχι μου σφίγγεται. Θέλω να φωνάξω στον πιλότο να σταματήσει. Να δείξει θάρρος. Να αρνηθεί αυτή τη φρικτή δολοφονία. Να σκεφτεί τα παιδιά. Να σκεφτεί τους ομήρους μας, βασανισμένους στα τούνελ της Χαμάς, των οποίων οι πιθανότητες επιβίωσης μειώνονται με κάθε τέτοια επίθεση.
Αλλά τι μπορεί να περιμένει κανείς από τον πιλότο, που απλώς εκτελεί εντολές; Ή από τον στρατό, που έλαβε τις οδηγίες του από την κυβέρνηση; Aλλωστε, ήταν οι ίδιοι οι υπουργοί της κυβέρνησης που επινόησαν τη βάρβαρη φράση που φώναξε ο τουρίστας στην ταβέρνα: «Δεν υπάρχουν άμαχοι στη Γάζα». Και δεν είναι τα ισραηλινά ΜΜΕ αυτά που αποκρύπτουν σταθερά τις σκηνές φρίκης που ανοίγουν κάθε δελτίο ειδήσεων στην Ευρώπη, ενώ ο ίδιος ο πρωθυπουργός υποκινεί μίσος ενάντια σε όσους αντιτίθενται στα φονικά ξεσπάσματα που αποκαλεί «πόλεμο για την ύπαρξή μας»;
Οι πολίτες της χώρας μου παρασύρονται από αυτή τη βίαιη ρητορική, όμως μοιάζουν αδύναμοι, τρομαγμένοι και αποπροσανατολισμένοι. Το κράτος τους αθέτησε την πιο θεμελιώδη του υπόσχεση: να τους προστατεύει. Και αντί να ξεκινήσει το τεράστιο έργο της σωματικής και ψυχολογικής αποκατάστασης της μεγαλύτερης καταστροφής στην ιστορία του, ξεκίνησε μια ατελείωτη εκστρατεία εκδίκησης. Οι λίγοι που αρνούνται να τα παρατήσουν, που διαδηλώνουν κάθε εβδομάδα ενάντια στην εγκατάλειψη των ομήρων και ενάντια στις δολοφονίες, αντιμετωπίζουν πρωτοφανή αστυνομική βία.
Απέναντι σε αυτή την πικρή πραγματικότητα, αρκετοί Ισραηλινοί έχουν επιλέξει πρόσφατα να μεταναστεύσουν στην Ελλάδα. Κι ενώ εδώ γίνονται δεκτοί με ανοιχτές αγκάλες και ανθρώπινη ζεστασιά, οι καρδιές τους είναι ραγισμένες: είναι εξοργισμένοι με την κυβέρνησή τους και συγκλονισμένοι από την αδιαφορία του κόσμου· βασανίζονται από τη νοσταλγία και την ανησυχία για την πατρίδα τους, και ενώ ταυτίζονται με τις διαμαρτυρίες κατά των φόνων στη Γάζα, αποστρέφονται τις εκδηλώσεις μίσους προς τη χώρα τους.
Περισσότερο από κάθε άλλον λαό, οι Ελληνες μπορούν να κατανοήσουν αυτό το ρήγμα και να ανταποκριθούν με σοφία. Μια σαφής καταδίκη των πράξεων (και των δηλώσεων) της ισραηλινής κυβέρνησης δεν αντιφάσκει με την υποστήριξη προς τους πολίτες του Ισραήλ και το δικαίωμά τους σε μια φυσιολογική ζωή. Το αντίθετο: θα ήταν έκφραση αληθινής φιλίας.
*Η κ. Αβιράμα Γκολάν είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος και μοιράζει τον χρόνο της μεταξύ Αθήνας και Τελ Αβίβ.

